blog
Σώνει
13/1/2020
Βελτιωμένη
βερσιόν της Αλήθειας
ελκυστική
χυμώδης
με βλέμμα Σνομπ
ΠΩΛΕΙΤΑΙ
ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ
ή έστω
ΠΡΟΩΘΕΊΤΑΙ
στα τρία ευρώ
πόσο πιο πρόστυχα;
φιλί του σινεμά
σάντουιτς από γυράδικο
στη Λιοσίων
εσώρουχα στο παζάρι
ψεύτικες βλεφαρίδες
που σκουπίζουν
τα ΔΑΚΡΥΑ
των ανθρώπων.
Όχι, αφήστε τα να τρέξουν,
να πλημμυρίσουν τα λούκια,
να μας πνίξουν,
κι όλος αυτός ο
σάπιος κόσμος,
να γίνει πια
ΒΥΘΟΣ
Αι συνθήκαι
24/1/2019
Και αι συνθήκαι;
Ρώτησε ο γιατρός
Αι συνθήκαι γιατρέ μου είναι ζόρικαι
Απάντησε ο Γιάννης.
Τι μπορούμε να κάνουμε δια την ανάνηψίν του ασθενούς;
Ρώτησε ο γιατρός.
Να βελτιώσωμε τας ψυχάς
Απάντησε ο Γιάννης
Και πως θα συντελεστεί το θαύμα;
Γιατρός
Δια της χρήσης μαγικών συχνοτήτων.
Γιάννης
Δηλαδή;
Γιατρός.
Θα πιάσομε με το χέρι τα συναισθήματα, θα τα δώσομε ένα χάδι και θα τα φυλάξομε εις το ώμο μας. Ύστερα τα επιστρέφωμε στους πελάτας ανανεωμένα, να χρησιμοποιηθούν ξανά δίχως βία.
Γιάννης
Ω τι καταπληκτική ιδέα! Αγαπητέ Ιωάννη θα θέλατε να μου εξηγήσετε τα μέσα που θα χρησιμοποιήσετε δια να άδραξετε μες στην παλάμη σας τα αόρατα συναισθήματα;
Γιατρός
Γιατρέ μαγικές κατασκευές που παίζουν μουσική και ζωντανοί άνθρωποι να τραγουδάνε!
Γιάννης
Βραχιολάκια
21/1/2019
Τι όμορφα και τακτοποιημένα που φαντάζουν τα χαρτιά των απλήρωτων λογαριασμών! Αφράτα παχουλά φρέσκο εκτυπωμένα χαρτιά, κλεισμένα με τάξη στον ορθογώνιο φάκελο, τοποθετημένα στο γραμματοκιβώτιο. Τους παίρνεις στο χέρι, μπαίνεις στο ασανσέρ και ασυναίσθητα κοιτάς τον εαυτό σου στον καθρέφτη. Από μέσα σε κοιτά με μυστήριο βλέμμα που δεν μπορείς να ψυχολογήσεις αυτός, ένας υπεύθυνος ενήλικος, που με το ένα χέρι κρατάει τα ψώνια, και το άλλο, μπρος στο στήθος σα να ‘ταν ανθοδέσμη, τους φακέλους. Μπαίνεις στο σπίτι και τους αφήνεις στο τραπέζι της εισόδου μαζί με τα κλειδιά. Μετά το φαγητό ξαπλώνεις και κλείνεις για λίγο τα μάτια. Ξυπνάς από το κρύο κι ένα πόνο στους καρπούς που δυναμώνει ολοένα. Γυρνάς τα μάτια να τους δεις και ανακαλύπτεις με τρόμο ότι τα χέρια σου είναι δεμένα με ένα μεγάλο κομμάτι αλυσίδα, που τα σφίγγει τόσο, που σε λίγο φλέβες θα πεταχτούν απέξω. Γύρω σου οι φάκελοι, διασκορπισμένοι στο πάτωμα σε χίλια δυο ξεσκίδια. Φέρνεις τα χέρια σου στο πρόσωπο να δεις καλύτερα, ενόσω οι καρποί σου καίγονται και βλέπεις καθαρά πάνω στο σίδερο γράμματα και αριθμούς. «Λογαριασμός μηνών Σεπτεμβρίου - Δεκεμβρίου..............», «Ημερομηνία λήξης τρέχοντος λογαριασμού.............». Έχεις αντιληφθεί πια ότι πρέπει να σηκωθείς το γρηγορότερο και να σώσεις τα χέρια σου. Είναι αργά, οι τράπεζες έχουν κλείσει. Οι αλυσίδες σφίγγουν και βαραίνουν με αργό ρυθμό όλο και περισσότερο και μέχρι να φτάσεις στο κρεβάτι έχουν γίνει ένας τεράστιος σιδερένιος μπόγος, που μπλέκεται γύρω από όλο σου το σώμα και πληθαίνει πάνω στην πλάτη σου. Τη νύχτα δε βλέπεις όνειρα. Ούτε καν εφιάλτες. Ο μπόγος απλώνεται παντού γύρω σου και συ παλεύεις να αναπνεύσεις μέσα από τις χαραμάδες της αλυσίδας. Δε θες ούτε ενήλικος να σαι πια, ούτε υπεύθυνος, μόνο να αναπνεύσεις. Την επόμενη σηκώνεσαι, και παλεύεις να κατέβεις το νωρίτερο στην τράπεζα. Στο ασανσέρ, μπορείς να δεις μόνο την κόρη του ματιού σου μέσα από τα σίδερα, ενώ όλο το πρωινό έχει φύγει μέχρι να συρθείς στην τράπεζα. Φτάνεις στο ταμείο και επιτέλους πληρώνεις. Ως δια μαγείας, ο σιδερένιος μπόγος συρρικνώνεται μέσα σε δέκα λεπτά, και στο τέλος το μόνο που μένει είναι δυο όμορφα σιδερένια σκαλιστά βραχιολάκια στους καρπούς και οι κοκκινίλες από το σφίξιμο στο δέρμα. Στα παπούτσια σου μπροστά, τα άχρηστα πια χαρτιά των εξοφληθέντων λογαριασμών. Ακόμα ψάχνω το κλιπ που ανοίγει τα βραχιόλια, να τα βγάλω.
Το Νταχτήρι
03/1/2019
Ο Φρατζέσκος έσπρωξε με το 'να του χέρι τη χοντρή πόρτα και βγήκε στο διάδρομο. Στο άλλο του χέρι κράταγε το μπουζούκι, περασμένο και στον ώμο του σα ραβδί. Είχε χουφτιάσει το καράουλο μην του φύγει τ' όργανο από πάνω του και έσερνε τα βήματα του προς τη τετράγωνη πινακίδα που έγραφε «Έξοδος». Στο κεφάλι του γύριζαν σκέψεις σαν την αγέλη τα αγριόσκυλα που είδε τις προάλλες σε μια αλάνα στο Γκαζοχώρι. Αυτός, μια ζωή βήμα και τραγούδι στα σοκάκια, στους χωματόδρομους, στα καπηλειά, στους τεκέδες, πάντα περπατητός και κελαηδιστός, πάντα μόνος του, ένας περιπλανώμενος, τι τα θέλει τώρα;; Τι θέλει; Να μπει λέει, να γράψει στο κερί τα τραγούδια του. Ποια τραγούδια του δηλαδή; Σάμπως τά’χε βάλει καμιά σφραγίδα; Απ’ τις αλάνες τα μάζεψε, όπως το μπουζούκι μάζεψε αυτόν. Δεν του ‘φτανε, σκεφτόταν, που μπορούσε να τα παίζει αυτός, με τα χέρια του, όσο ζει κι αντέχει; Πρέπει δηλαδή, να τα παίζει ο δίσκος αντί για αυτόν; Τα σκεφτόταν και του 'ρχόταν να γυρίσει πίσω και να τη σπάσει την πλάκα, να την κάνει κομμάτια τώρα! Αμ το άλλο; Άκουγε κάτι παλιούς που λέγανε ότι το μηχάνημα αυτό είναι του διαόλου, κι όταν γράφει τη φωνή σου, τη ρουφάει το χωνί και μετά πάπαλα! Ούτε τραγούδι ούτε κιχ! Το μάτι του γύρισε τελείως, όταν ο Στελλάκης μπούκαρε κονιόρδος στην αίθουσα λες κι ήταν δικιά του, άραξε μπέικα στην καρέκλα κι αναφώνησε «Ωπ, άλα» μες τη μέση του γραψίματος. Έξαλλος ο Φρατζέσκος. Στο δικό του κομμάτι; Χωρίς να τον ρωτήσει; Κι όμως το μούγκωσε και δε μίλησε. Λέξη δεν είπε. Κλείστηκε στο μπουζουκάκι του «ντα ντι τι τι ντα ντρα, τι ρι ντα τι ρι ντα ντι ντα ντρα, ντι ρι ντι τι ντρα» κι έπαιζε και τραγουδούσε φτύνοντας ό,τι υπολείμματα φωνής του χανε μείνει. Να μην τον ακούει. Ούτε αυτόν ούτε τα αγριόσκυλα ούτε κανέναν.
Το Μπουφάν
03/1/2019
Το μπουφάν ζάρωσε και κατέβασε τα κορδόνια του λυπημένο. Στράφηκε στο ξύλινο γέρικο κρεμαστάρι που ήταν η μόνη του παρέα μέσα στο σπίτι κι άρχισαν να τρέχουν δάκρυα από τις τρύπες που θηλυκώνουν τα κουμπιά του λαιμού. Υπήρχαν κι αλλά μπουφάν κρεμασμένα δίπλα του, αλλά δε μιλάγανε σχεδόν ποτέ, υπήρχε μεγάλη ζήλια κι ανταγωνισμός μεταξύ τους. Κι όχι αδίκως. Σχεδόν κάθε μερα, περίμενε αυτή την ώρα, που ο κύριος του θα στέκονταν μπροστά στην κρεμάστρα, και θα χάζευε με ένα μηχανικό τρόπο όλα τα μπουφάν σαν να ‘ναι μπροστά σε βιτρίνα. Θα κατέληγε να διαλέξει σχεδόν πάντα αυτό, και με μια αποφασιστική κίνηση ρουτίνας θα το ξεκρεμούσε και θα το έπαιρνε στην αγκαλιά του, απιθώνοντάς το στο δεξί του χέρι. Ύστερα, θα άνοιγε την εξώπορτα και θα χανόταν στη νύχτα μαζί του. Τις ώρες που έλειπαν, τα μπουφάν που έμεναν πισω κρεμασμένα κουτσομπόλευαν και συνωμοτούσαν: «να δείτε που βγαίνουν και πηγαίνουν σε μέρη που η κυρία δεν ξέρει!» «Εγώ ξέρω πού πάνε!» «Κι εγώ! Πάνε κι ακούνε μουσική!» Κι όντως. Κάθε βράδυ ο κύριος, έπαιρνε το μπουφάν κι επισκέπτονταν διάφορα μαγαζιά. Ο κύριος καθόταν σε μια καρέκλα, παράγγελνε στο γκαρσόνι και παραχωρούσε την άλλη στο αγαπημένο του μπουφάν. Τα μαγαζιά πάντα είχαν μουσικά σχήματα που ο κύριος παρακολουθούσε καιρό. Το μπουφάν καθόταν όλο το βράδυ στη ζεστασιά και ταξίδευε με τη μουσική σε τόπους μαγικούς. Αναλογιζόταν εκεί πόσο υπέροχη είναι η ζωή του, ποσο ήσυχη η δουλειά του, κοντά στον μουσικόφιλο αφέντη του, ενώ η βασιλεία του στην κρεμάστρα και στα αλλά πανωφόρια φάνταζε αιώνια. Σήμερα λοιπόν για πρώτη φορά έμεινε κρεμασμένο στο έλεος των συναδέλφων του. Ο κύριος στάθηκε μπροστά στο κρεμαστάρι ήδη ντυμένος με ένα χοντρό καφετί παλτό που μύριζε ακόμα λεβάντα, φόρεσε τα γάντια του και άνοιξε την πόρτα. Δεν του ‘ριξε ούτε μια ματιά. Σαν να μην ήταν παρέα σε όλες τις εξόδους του, σα να μην είχαν όλο αυτό το παρελθόν, σχεδόν σαν ποτέ να μην υπήρξε.
Ο κύριος Κρίτων Κριτικός
28/12/2018
Γενικά υπάρχει μιαν αόρατη παγίδα, παγίδα του εαυτού, κι αυτή είναι η ύπαρξη του θεοσκότεινου κριτή που βρίσκεται στα τάρταρα του εγώ σου και κάθε φορά που κάνεις κάτι, σου κουνάει το δάχτυλο και σου λέει «μπορούσες και καλύτερα! Δεν ήταν αρκετό!». Το όνομα του δικού μου είναι κος Κρίτων Κριτικός, είναι κάτισχνος, κάθεται σε μια σιδερένια πανύψηλη καρέκλα γεμάτη αιχμηρά τσιγκέλια και φοράει μαύρα ρούχα, γάντια κομμένα στα δάχτυλα και μαύρο υμίψηλο καπέλο. Στα παγωμένα κοκαλιάρικα χέρια του χαϊδεύει ένα μπαστούνι. Εσύ λοιπόν επειδή με τα χρόνια τον έχεις συνηθίσει τον δικό σου κύριο Κρίτωνα Κριτικό, κι έχεις συμφιλιωθεί με την ανυπόφορη ύπαρξη του, τον έχεις υπόψιν σε κάθε σου ενέργεια, και βάζεις λίγη προσπάθεια παραπάνω. Γιατί ξέρεις ότι σε βλέπει. Ότι θα υψώσει την υστερική, ξερή και στριγκή φωνή του να σε κράξει πριν καν το πρώτο σου στραβοπάτημα. Ακόμα χειρότερα ότι μπορεί να σε προγκήξει με το μυτερό σα βελόνα μπαστούνι του. Τι κάνεις λοιπόν; Επιχειρείς να τον παραμυθιάσεις. Μια πρεζούλα... Υπερβολή, μια χούφτα Στόμφο και να τελειώνουμε. Επειδή ο κύριος Κ. Κριτικός εργάζεται ακατάπαυστα, κάποιες φορές είναι κουρασμένος και δεν διακρίνει καλά. Οπότε εκείνες τις φορές τη σκαπουλάρεις. Το δυστύχημα είναι ότι στο τέλος της μέρας ακόμα κι αν αυτός παραμιλάει κάτι ασυναρτησίες σκίζοντας κάτι κουρελόχαρτα χωρίς να απευθύνεται σε σένα, εσύ ξέρεις ότι παρότι τη γλίτωσες από αυτόν, παράτησες έξω από τα συστατικά της συνταγής την Ειλικρίνειά σου. Οποία ειρωνεία! Σα να έβαλες τα μακαρόνια να βράσουν στο αναμμένο μάτι και να ξεχνάς το νερό.
Είναι Μεσοπόλεμος Αλέξη
06/12/2018
Για πολλούς ο μεσοπόλεμος είναι μια εποχή πλημμυρισμένη από όμορφες κύριες με εξτραβαγκαντ καρέ και άσπρες πέρλες, που χορεύουν σε μοντέρνους ζυγούς ρυθμούς, κυρίους με μονοκλ και σκαλιστό ρολόι με αλυσιδίτσα, χαριτωμένες πλακιώτικες κιθάρες, ελαφρά της Βέμπο και της Δανάης, βεγγέρες με κεριά και πιάνο, άμαξες και αυστηρούς οικογενειακούς περιπάτους, πλακιώτικη ρετσίνα και τα ολάνθιστα ποιήματα των ζωντανών τότε ποιητών της δεκαετίας του ‘30. Στο δικό μου κεφάλι, ο μεσοπόλεμος σαν τέλος της αχανούς και μαγικής προπολεμικής περιόδου, είναι και η εποχή που ζει και περπατά αθηναϊκά στεσοκακα ο Αντωνάκης Νταλγκάς, με τη διμάνικη κιθάρα στην πλάτη, στο δρόμο του για κεντρικό ξενοδοχείο που θα ηχογραφούσε μαζί με τον Αντώνη Αμιράλη το Μανέ της Καληνυχτιάς. Λίγο παραδίπλα η Ρόζα φουλ μπαντ και αισθησιακή εμφανίζεται στο κοσμικό κέντρο Ταΰγετος της οδού Δώρου. Είναι η ίδια εποχή που ο περιπλανώμενος και ξεχασμένος μπουζουξής Φρατζέσκος Ζουριδακης στριμώχτηκε μια ωραία πρωία του ‘36 στο θάλαμο ενός από τα νέα στούντιο κι ηχογράφησε το Νταχτήρι, ενώ πια ο Μάρκος με την τετράδα του έχουν ήδη λανσάρει τραγούδια όπως το καντονε Σταύρο και παίζουνε σε όλη την Ελλάδα τουρ σε μικρά πάλκα για το φτωχόκοσμο. Είναι η εποχή των χωμάτινων δρόμων, της παράγκας και του τραχανά, ανάσα μεταξύ πολέμων, οικονομικής κρίσης, και κυβερνητικών συνθηκών που χαράσσουν αόρατα νέα σύνορα στους χάρτες. Κυρίως είναι η εποχή που γεννιόσουν και ενηλικιωνόσουν νωρίς για να προλάβεις κυρίως να μην πεθάνεις σε ένα κόσμο ασταθή και γεμάτο οβάλ γωνίες. Ο γερό διάολος γελάει και μου γυρίζει το νου στο σήμερα. 2018. Σήμερα κλείνουν δέκα χρόνια από την 6.12.08, όταν πυροβολήθηκε ο Αλέξης Γρηγορόπουλος στα Εξάρχεια από την αστυνομία. Αυτός γεννήθηκε και δεν ενηλικιώθηκε ποτέ, 15 χρονω παιδί. Ενηλικίωσε κατά κάποιο τρόπο πολλούς από μας όμως, και μας έφερε αντιμέτωπους με τα χαλίκια της ασφάλτου και τον πόνο με αμετάκλητο τρόπο.
Κοντορεβιθούλης χωρίς τύχη
04/12/2018
Περπατάς το μοναχικό σου μονοπάτι, άλλοτε με αργά κι άλλοτε με γρηγορά βήματα, σηκώνονται οι κόκκοι της σκόνης μέχρι να ξανά προσγειωθούν αν είναι τυχερές και δεν έχουν μπει στο στόμα η τα ρουθούνια σου. Στο πέρασμα σου απ' τα διάφορα μέρη μένουν πισω οι σάρκες σου, μικροσκοπικά κύτταρα που κάνουν παρέα στη σκόνη. Τις αφήνεις όπου πας, σαν ένας άλλος ακούσιος κοντορεβιθούλης. Μήπως βρεις τη γραμμή του δερμάτινου νήματος κι επιστρέψεις. Που; Οπουδήποτε τις άφησες. Αυτό που δεν υποψιάζεσαι είναι που κάθε χαράματα, οι πλανόδιοι σαλεπιτζηδες φτυαρίζουν με τη σέσουλα τα πολύτιμα υπολείμματα του καθενός, και μετά τραβάνε για την Ερμού, για να τις πουλήσουν «Σαααλέπ’» στους ανίδεους ξένους τουρίστες.
Δεκαεφτά
17/11/2018
Επέτειος ξεπέτειος εμείς σήμερα δουλεύουμε. Και πολλοί παρά πολλοί άλλοι. Σε δουλείες που δε φαίνονται, σε πόστα που δε φαντάζεσαι. Από το τριπλό σύνθημα παλεύουμε για το πρωταρχικό ΨΩΜΙ. Κάθε μερα. Επαναλαμβανόμενα, σαν το εκκρεμές του ρολογιού. Το μεσαίο ΠΑΙΔΕΙΑ κάπου χάθηκε ανάμεσα στην υπέρ-εξειδίκευση και την επιστημονική κατάρτιση. Δια βίου θα ψάχνουμε να βρούμε και να εφαρμόσουμε την πραγματική σημασία της λέξης, κάθε που θα σταματάει η αέναη μάχη για το ψωμί. Ανάμεσα σε πολλούς ανθρώπους, έχω την τύχη να κάνω μια δουλεια που διάλεξα, από καθαρή αγάπη και γιατί δε γινόταν αλλιώς. Κι έτσι μερικές φορές, λίγες, μέσα από μουσικές γέφυρες, στίχους και τραγούδια μπορώ να κοιτάξω κατάματα την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, προσπαθώντας να φανταστώ ένα κόσμο όπου θα ήμασταν πραγματικά ελεύθεροι. Φεύγω για Θεσσαλό.
Σόμπα
04/11/2018
Κάθομαι απέναντι και κοιτάζω τη σόμπα υγραερίου. Έχει τρεις εστίες μπροστά. Οι εστίες αυτές μοιάζουνε με τρία τετράγωνα μάτια εντόμου. Κατά προτίμηση πεταλούδας. Όταν την έχω ανοιχτή στο 2, τότε θυμίζει έντομο ακόμα περισσότερο. Κάθε εστία έχει εκατοντάδες μικρές μικρές τρύπες, και όταν ανάβει μπροστά τους η φλόγα όλη αυτή η μεγάλη έκταση των ματιών παίρνει ένα ωραίο πορτοκαλί ηλιοβασιλέματος. Τότε, οσο συνεχίζω να κάθομαι απέναντι μπορώ πολύ εύκολα να αλλάξω τόπο και εποχή. Μεταφέρομαι σχεδόν αυτόματα με το νου στην κορυφή ενός μυτερού βράχου, για να χαζέψω το ηλιοβασίλεμα. Μισοκλείνοντας τα μάτια, διαπιστώνω ότι το ηλιοβασίλεμα είναι δυο πελώρια και αεικίνητα μάτια πεταλούδας που με περιεργάζονται. Η τεράστια πεταλούδα πλαταγίζει τα φτερά της που μοιάζουν με εύθραυστα πολύχρωμα δίχτυα στον αέρα που πήζει. Μου γυρνάει την πλάτη της και ανεβαίνω. Σβήνω τη σόμπα. Εσείς; Έχετε σόμπα υγραερίου;
Γραμμόφωνο
29/10/2018
Σε γνώρισα μέσα στο YouTube. Δυστυχώς, ίσως είχα για μια και μόνη φορά την ευκαιρία να ακούσω το κελαρυστό σου ήχο από κοντά, με τα ίδια μου τα αυτιά, και όχι μέσα από το σωλήνα του νετ. Ακόμα κι αν η γνωριμία και η σχέση μας έγινε μέσω ίντερνετ, όλα αυτά τα χρόνια νιώθω την ίδια αγάπη προς τους ήχους σου χωρίς το συναίσθημα μου να ξεφτίζει στιγμή. Κι ας είσαι τα σπάργανα της μουσικής βιομηχανίας. Πάντα όλα αυτά τα χρόνια είσαι η απάντηση σε πολλές από τις ερωτήσεις μου, μουσικές ή ακόμα και ψυχολογικές. Οι άνθρωποι που ακούω ολοζώντανους στις 78στροφές σου, έχουν στη συντριπτική πλειοψηφία τους πεθάνει σήμερα, ή μάλλον περάσει σε έναν αιώνιο χωροχρόνο, φυλακισμένοι στους τεράστιους δίσκους σου. Είσαι ένα μαγικό κουτί. Για όποιον έχει αυτιά να ακούσει, δε μας φύλαξες μόνο ήχους. Μας φύλαξες έναν ολόκληρο κόσμο, συμπιεσμένο σε πλάκες. Κάθε πλάκα κι ένα καρέ, ένα παράθυρο. Χιλιάδες πλάκες, χιλιάδες καρέ, που σαν κομματάκια παζλ συμπληρώνουν ένα φανταστικό φιλμ. Χιλιάδες παράθυρα. Όποιο κι αν ανοίξουμε, θα αντικρίσουμε ένα κόσμο στρογγυλό, χωρίς αιχμές, γεμάτο αβεβαιότητα, χαμηλά ντεσιμπέλ (εκτός από τις βόμβες στους πολέμους), και ατσαλένια αποφασιστικότητα για επιβίωση. Χωματένιους δρόμους, ξυπολυσιά και καλοραμμένα κουστούμια. Άλλα αυτιά, άλλα δάχτυλα, άλλα στόματα. Άλλα μυαλά. Άλλη ψυχή. Γυμνή και επιτακτική, να δώσει απευθείας εντολή στο σώμα να κινηθεί, στα δάχτυλα να πάλλουν τις χορδές, στο στόμα να τραγουδήσει. Να υποταχτεί στις άλλες ψυχές, στο διευθύνοντα, στην αισθητική. Στο απαράβατο σύνολο. Τα όργανα, απλά και ευτελή μέσα, για να μεταφέρουν τη δικιά της βούληση. Τίποτε παραπάνω. Τίποτε λιγότερο. Κλείνω το παράθυρο. Θόρυβος, μουσική όλα ανάκατα, συχνότητες πεταμένες η μια πάνω στην άλλη χωρίς σκέψη, χωρίς οργάνωση. Χωρίς ψυχή. Σειρήνες στο δρόμο. Άναρθρες κραυγές. 2018.
Χαβάδες
18/10/2018
Υπάρχουν οι πλούσιοι χαβάδες και οι φτωχοί χαβάδες. Εμείς είμαστε οι δεύτεροι. Φτωχοχαβάδες.
Προχώρα
18/10/2018
Φοβάσαι χωρίς να φοβάσαι και γερνάς χωρίς να γερνάς. Πιάνεις τα λιγοστά φύλλα των δέντρων που βρίσκεις στην πόλη μέσα και γίνονται ζάχαρη που λιώνουν στα δάχτυλα και γλιστράνε και φεύγουν. Χωρίς παπούτσια περπατάς πάνω σε ένα φρικαλέο διάδρομο από ζωντανά και πεθαμένα πλάσματα. Χωρίς να το ξέρεις. Μόλις το μάθεις βάζεις τα κλάματα και από τα μάτια σου φεύγουνε δάκρυα μωβ και κίτρινα σαν μικρά κυβάκια από ζελέ. Αν μπορείς κάνε κι αλλιώς. Τι κλαις; Προχώρα! Κι ας καίνε οι πατούσες σου. Κι ας πονάνε τα μουδιασμένα σου χέρια. Κι ας σε πεθαίνει το πίσω μέρος του λοβού του αριστερού σου αυτιού. Προχώρα! Μη στέκεσαι στιγμή. Ακόμα κι αν η μπλούζα σου πιάνεται και κουρελιάζεται στις παρυφές των βάτων που στολίζουν τα πλευρά της πλατείας λεωφόρου. Ακόμα κι αν φεύγουν μικρά μικρά κομματάκια από όλο σου το είναι, που ξεκινάνε από κόκκοι και όσο πάει αποκτούν το μέγεθος του αντίχειρα. Θα φτάσουμε στο τέρμα; Υπάρχει τέρμα; Παίρνουμε τα δεκανίκια μας και προχωράμε.
-Προχώρα!
-Προς τα που;
-Μπροστά! Απλά προχώρα!
-Γιατί;
-!
Το τρεμοϋπνι
01/10/2018
Τι ωραία να σε αγκιστρώνω με τα νύχια των ποδιών μου, θηλυκώνοντας τις άκρες τους στις μικρές τρύπες που σχηματίζει το μπατζάκι του σιδερένιου παντελονιού σου, όταν περνάς τις πύλες του ύπνου. Ξέρω ότι τρέμεις γιατί τις φοβάσαι αυτές τις πύλες τόσο σκοτεινές, όσο και τα άδυτα της ντιβανοκασέλας με τις σκούρες καρβουνοκουβέρτες. Εγώ λοιπόν σε κρατάω γερά, και σε γλιτώνω από βέβαιο στραβοπάτημα αλαφιασμένου σερβιτόρου που του χύνεται καυτερή σούπα σε γούνα καθώς πρέπει κυρίας μέσα σε κυριλέ εστιατόριο, ή από αβέβαιη αιώρηση στο ζαχαρένιο αέρα, χωρίς έστω ένα ασφαλές στρώμα ροζ παχιάς κρέμας από κάτω. Κι ας τρέμεις. Εγώ είμαι εδώ και αιωρούμαι ακριβώς πάνω από το έδαφος, έχοντας πάρει όλα τα ασφαλιστικά μέτρα που μας έδωσαν το απόγευμα δωρεάν, μαζί με τη διάλεξη περί ασφαλούς αιώρησης πάνω σε φουσκωτό στρώμα κύκνου φτιαγμένου από καθρεφτιστά μαλακά ζαχαρωτά χαριμπο. Έτσι ηρεμείς, και το αίμα σου ξανακυλάει με ομαλό ρυθμό κεχριμπαριού που παλιώνει, κι εγώ επιστρέφω αιωρούμενη ξανά στα χωρικά ύδατα της προσωπικής μου αχνιστής λιμνούλας. Τι όμορφα που ανασαίνεις Λισαντιρέν Σεβαθιτάν, τώρα που γλιτώσαμε το τρεμοΎΠΝΙ!
Παρέα
08/9/2018
Η Άννα σήμερα τα ξημερώματα ξεκίνησε τον ανήφορο για τον ουρανό, στο στενό μονοπάτι που είχε ξεφυτρώσει δίπλα στο κρεβάτι της. Σήκωσε το αστρικό χεράκι της και αποχαιρέτησε βουβά το σπίτι της, τα αγαπημένα της πρόσωπα, άλλο αν αυτοί έκλαιγαν απαρηγόρητοι και το μόνο που βλέπανε ήταν το κίτρινο κοκαλιασμένο σώμα ακόμα στο κρεβάτι. Με αργά βήματα άρχισε να ανεβαίνει το διάφανο μονοπάτι, προσπαθώντας να ισορροπήσει τα πόδια της στο ασταθές έδαφος που έφτιαχνε η συμπυκνωμένη υγρασία. Παραδόξως δεν αισθανόταν κούραση καθώς ανηφόριζε, ούτε απελπίστηκε όταν σήκωσε τα μάτια κι είδε το συννεφένιο μονοπάτι να χάνεται πολύυυυ μακριά στον ορίζοντα. Συνέχισε να ανεβαίνει ελαφροπάτητη και σταθερή. Μετά από ώρα, όταν πια πλησίαζε προς τον προορισμό της, είδε μια μακρινή φιγούρα να περπατάει κι αυτή, αρκετά βήματα πιο μπροστά. Έβαλε τα δυνατά της να πλησιάσει κοντά. Φτάνοντάς την, είδε πως ήταν μια γυναίκα περίπου στην ηλικία της, ίσως και λίγο πιο μικρή. «Καλημέρα σας», της απηύθυνε το λόγο. «Θαρρώ ότι πάμε την ίδια διαδρομή. Βαρέθηκα να περπατώ μοναχιά μου. Θα θέλατε να συνεχίσουμε το δρόμο παρέα;» «Βεβαίως γιατί όχι κοπέλα μου, ούτε εγώ θέλω να 'μαι μόνη μου. Τ’ όνομά σας;» «Άννα. Κι εσάς;» «Ευαγγελία. Σας γνωρίζω έχω την εντύπωση. Έχουμε όλο το χρόνο μπροστά μας να τα πούμε. Πάμε, μας περιμένουνε».
Χελιδόνια
04/9/2018
Σαν τα χελιδόνια στα σύρματα του Σεπτέμβρη. Γαντζωμένα στα χάλκινα καλώδια, λίγο πριν ταξιδέψουν για άγνωστες θερμές πολιτείες, θορυβώδεις, με τα ξεφλουδισμένα φτερά τους να κρέμονται στα πλευρά τους, τσακισμένα από τους ανεμοστρόβιλους, κάθονται οι παππούδες στα παγκάκια. Οι γυναίκες στα μαύρα κι οι άντρες στα γκρι, σε μπερδεύουν ακόμα πιο πολύ, αν είναι άνθρωποι ή τα μικρά πτηνά που πιάνουν αυτό τον ελάχιστο χώρο την άνοιξη στις γωνιές των χωριάτικων σπιτιών για να χτίσουν τις φωλιές τους. Όλοι μαζί κρώζουν με μανία, συμφωνούν και διαφωνούνε με τρόπο έτσι ώστε όλοι να το μάθουμε, τρώγοντας κίτρινα στεφάνια από ωριμασμένα σταφύλια. Ύστερα, ένας ένας φεύγουν, για μέρη που κανείς δεν έχει πατήσει το αφράτο ποδαράκι, κι οι υπόλοιποι σταδιακά τον ακολουθούν, σχηματίζοντας μέσα στο χρόνο έναν αόρατο πολύπλοκο συμμετρικό σχηματισμό. Ω πάναπλη κι ανελέητη μοίρα. Στο τέλος το μπολ με τα σταφύλια μόνο μένει πισω, παραπονεμένο.
Δρόμο άλλαξε ο αέρας
01/9/2018
Και φυσάει φθινόπωρο. Μια Σεπτέμβρη σήμερα. Ακόμα τα ρούχα γεμάτα άμμους κι ακόμα το μυαλό γεμάτο θάλασσα. Τα πόδια χωμένα στα κοχύλια, πολύχρωμο παρεό ακόμα στη μέση σου και φύκια που ξέβρασε το κύμα στα μαλλιά. Ήρθε η ώρα να κάνεις το μπάνιο το καλό, με το σαμπουάν και το μαλακτικό στα μαλλιά, να τρίψεις τις πατούσες σου, και να αφήσεις το αλάτι και τα χαλικάκια να πάρουν το δρόμο τους στο στενό σιφώνι του μπάνιου σου για να ξανακυλήσουν στη θάλασσα κι εσύ στη φθινοπωρινή σου αθηναϊκή καθημερινότητα. Άλλος ένας χειμώνας καραδοκεί στη γωνιά του Νοέμβρη, φορώντας το μαύρο σκούφο του, ενώ από τα μαλλιά και τα άσπρα γένια του τρέχουν κρυσταλλωμένες σταγόνες. Κάνει αργά αποφασιστικά βήματα μέρα με τη μέρα, μας πλησιάζει από το βορρά και σε κάθε του βήμα χώνει το μπαστούνι του στη γη παγώνοντας την. Ωστόσο έχουμε καιρό ακόμα, ως να στεγνώσουν τα μαλλιά και να κατεβάσουμε τα χειμωνιάτικα απ' το πατάρι. Άλλες εποχές μυρίζανε ναφθαλίνη, καμφορά. Τώρα; Βάζει κανένας ναφθαλίνη;
Νίσυρος
20/8/2018
Καλοκαίρι. Ήλιος. Ξεκλειδώνεσαι και φεύγεις απ' την πόλη. Παίρνεις το πλοίο για Κω, το μεγάλο. Φτάνεις στο λιμάνι της, και πριν προλάβεις να σοκαριστείς από την αντιλιακίλα, ανάμιχτη με γκρικ σουβλάκι και καθαρό οινόπνευμα παίρνεις τη Σπηλιανή για Νίσυρο. Αυτή, αλμυρούλα καβαλάει τα κύματα και κάνει το καθημερινό δρομολογιάκι της, σα μαθημένη καμήλα στο καραβάνι. Κάθεσαι στο κατάστρωμα. Μετά από λίγη ώρα στη θάλασσα βλέπεις ΑΥΤΟ. Ένα βουνό κομμένο, που αντί για κορφή έχει βαθούλωμα. Σα να 'ναι οι άκρες του καρφιτσωμένες με δυο τεράστιες συννεφέννιες παραμάνες από τον ουρανό, μη χαλάσει το σχήμα. Απόκοσμο, σκοτεινό, πανάρχαιο, σα να ξεχάστηκε στη μέσοζωική περιοδο, προβάλλει απ’ τα κύματα. Η Σπηλιανούλα δε κινείται στη θάλασσα, μα στους αιώνες. Πολύχρωμοι τεράστιοι πτεροδακτυλοι πετούν πάνω από τον κρατήρα, ανοίγοντας τα ράμφη τους και βγάζοντας μακάβρια κρωξίματα. Γυρνάνε με τα τεράστια φτερά τους χαμηλά πάνω από το νησί. Πότε έγινε η έκρηξη; Πότε έριξε ο γίγαντας Πολυβώττης την πέτρα; Πριν από εκατομμύρια χρόνια; Τώρα; Χτες; Δεν ξέρω. Το λιμανάκι μικρό σαν όλα τα νησάκια της άγονης γραμμής. Το πλοιάκι δένει. Απέναντι από το λιμάνι είναι το αστυνομικό τμήμα κι οι υπηρεσίες του νησιού. Ένα μεγάλο μανάβικο - ψιλικατζίδικο - καφετέρια μας υποδέχεται χαμογελαστό. Όλα απλά, ήρεμα, κανονικά. Και το όνειρο; Οι πτεροδακτυλοι; Η μάχη των γιγάντων; Ξεχάστηκαν μες τη θάλασσα; Η χωνευτήκαν όλα μαζί με τη λάβα; Τώρα το μόνο έχει μείνει, δεν είναι παρά μια αγκαλιά.
Μνήμη
04/8/2018
Απλώνεται το άσπρο ψηφιακό χαρτί μπροστά σου, και χάνεσαι. Μια θάλασσα από μικροσκοπικές κουκκίδες που δεν τις πιάνει το μάτι, το συνθέτουν και σε περιμένουν να τις μαύρισεις επιλεκτικά. Πολλά θανατικά φέτος. Πολλά σώματα, πολλά μυαλά, που τα άτομά τους ξαναελευθερώθηκαν να πετάξουν στο άπειρο. Πολλά δάκρυα, πολλές ματαιώσεις. Αυτοί μόνο δεν το νιώθουν. Οι νεκροί είναι ελεύθεροι. Μόνο τον πρώτο καιρό το αστρικό τους σώμα κινείται με αμηχανία ανάμεσα στους ζωντανούς, και μετά καπνός. Διασπώνται σε τρισεκατομμύρια μικρά κομματάκια. Και φτιάχνουν το χώμα. Και φτιάχνουν τον ουρανό. Και φτιάχνουν τις πέτρες και τα δέντρα και τα έντομα και τα τρωκτικά και τα πουλιά και τα μεγαλύτερα πλάσματα, και τα ψάρια, και φτιάχνουν κι άλλους ανθρώπους, μαζί με αλλά ετερόκλητα κομματάκια άλλων νεκρών πλασμάτων. Η μνήμη τους όμως ποτέ δεν παύει. Κάθε θραύσμα θυμάται τις πολλαπλές προελεύσεις του, κι όλα αυτά αποτελούν εσένα. Κι όλα θυμούνται. Άσχετα ξεχωριστά πράγματα, τα οποία όλα αυτά μαζί φτιάχνουν τη δικιά σου μνήμη. Και ξαφνικά σου έρχονται εικόνες και μυρωδιές και ήχοι στο κεφάλι σου, που ποτέ δεν έχεις ζήσει. Κι αναρωτιέσαι πως. Όχι δεν υπάρχουν άλλες ζωές, παρά μόνο η μοναδική δικιά σου. Απλά εσύ αποτελείσαι από όλες τις ζωές των άλλων. Αυτών που μπήκαν στο δωμάτιο πριν από σένα.
Ξεπετάλωτοι
25/7/2018
Γκρίζοι γάιδαροι σκαρφαλώνουν στα κατάξερα κορφοβούνια και τα χαλίκια σφηνώνουν στις απετάλωτες οπλές τους και τους πληγώνουν. Το αίμα τρέχει και σχηματίζει μικρά μικρά αυλάκια που ανακατεύεται με τους κόκκους του χώματος, και γίνεται καφεκόκκινη λάσπη. Σκύβουν το κεφάλι και τρώνε κίτρινα και σκληρά γαϊδουράγκαθα. Τα αγκάθια χώνονται ανάμεσα στα δόντια και τα ούλα τους. Ανεβαίνουν αγκομαχώντας τα κατάστενα μονοπάτια και μερικά χαλίκια εκσφενδονίζονται από το περπάτημα τους στο κενό. Καμία φορά ένας απ’ αυτούς ακολουθεί ανύποπτος το δρόμο των χαλικιών στα γκρέμια. Βγάζει μια σπαρακτική πανικόβλητη κραυγή και κομματιάζεται στα κοφτερά βράχια. Έτσι γεννούνται και πεθαίνουν ζωές ολόκληρες. Καμία καλή μοίρα δε νοιάστηκε να αλλάξει τη ζωή τους. Κανένας πονετικός θεός δεν τους χάρισε ένα ζευγάρι φτερά η έστω ένα πετάλωμα. Γκρίζοι άνθρωποι με νου ξεπετάλωτο στοιχίζονται σε γραμμές και κατευθύνονται στον ανηφορικό διάδρομο. Τρώνε κιτρινιάρικους τεχνητούς καρπούς γεμάτους κακία και συνεχίζουν ακάθεκτοι το αγκομαχητό περπάτημα στην ανηφόρα. Δε σταματούν ποτέ, ούτε ακόμα κι όταν οι μπροστινοί τους στη σειρά εξαφανίζονται. Καμία φορά, γκρεμίζονται χωρίς να ναι η σειρά τους, χωρίς καμία κραυγή, κανένα σπαραγμό. Καμία θεά μανα δε νοιάστηκε να τους δώσει λίγη τόσο δα ευτυχία.
Κοχύλια
17/7/2018
Έτσι είμαστε σαν τα κοχύλια στο τραπέζι. Νεκρά, μέσα σε ένα σπίτι, στην πόλη, περιμένουν να ξανά φτάσουν στη θάλασσα. Για αυτό, τώρα που θα φύγετε από την Αθήνα, πάρτε μαζί σας μια χούφτα, ένα δυο, σε όλα τα σπίτια κάπου υπάρχουν κοχύλια. Κι όταν φτάσετε στη θάλασσα, αφήστε τη να τα πλύνει, να τα γυαλίσει, να λάμψουν. Έτσι να ξαναγυρίσουν κι αυτά εκεί που θέλουμε να ξαναγυρίσουμε κι εμείς. Έστω για λίγο, στη θάλασσα. Κι όταν φύγετε, μην τα πάρετε μαζί.
Το Μπουρούκι
19/6/2018
«Έχουμε γεμίσει μπουρούκια.», «φέρε μου αυτό το μπουρούκι», «αυτό το μπουρούκι δεν έχει καπάκι;». Το μπουρούκι και το ντουλάπι με τα μπουρούκια στην κουζίνα, χρόνια συνδεδεμένο με παιδικές αναμνήσεις. Το ξύλινο συρταρωτό ντουλάπι που χώραγε όλα τα κατά κόσμον τάπερ, με τα καπάκια τους, κατσαρόλες, τηγάνια, πιατέλες πλαστικές. Και φυσικά πλειοψηφία στο ντουλάπι είχαν τα μπουρούκια και τα μπουρουκάκια. Στρογγυλά, τετράγωνα, σε όλα τα χρώματα, συνήθως πλαστικά, περίμεναν υπομονετικά στο ντουλάπι να χρησιμοποιηθούν σα μεταφορείς του μαγειρεμένου φαγητού μετά το μεσημεριανό με καλεσμένους σπίτι, ημέρα ως επί το πλείστον Κυριακή. Το μπουρούκι έβγαινε από το ντουλάπι πάντα την πιο ακατάλληλη στιγμή, όταν οι καλεσμένοι ήταν πια στην πόρτα ντυμένοι κι έτοιμοι να φύγουν. Εις ανάμνηση των κυριακάτικων μεσημεριανών, σήμερα έχω το δικό μου μικρό ντουλάπι με μπουρούκια κι έχω ξεκινήσει τη δικιά μου συλλογή, με μεγάλη ποικιλία σε χρώματα και υλικά. Εγώ έχω και κάτι πήλινα, κάτι γυάλινα, όλα μαζί ατάκτως ερριμένα μέσα στο ντουλαπάκι που ούτε κατά διάνοια δεν πλησιάζει τη μεγαλοπρέπεια του συρταρωτού ντουλαπιού. Τι να κάνεις ένεκα η κρίση και τα ΙΚΕΑ. Όταν ξεθάβω κανένα μπουρούκι από κει για να το χρησιμοποιήσω, αναπόφευκτα ξεπηδάει η μυρωδιά του μαγειρεμένου φαγητού στο φούρνο, συνήθως κρέας με πατάτες και το κυριακάτικο απομεσήμερο παρελαύνει βιαστικό, φορτωμένο τις απελπισμένες δεκοχτούρες που κρώζουν δεκαοκτώ στους ώμους του, χωρίς να μπορεί να πάρει ούτε μια σιέστα σε μια Αθήνα που δε γνωρίζει τι θα πει παύση, Κυριακή, ή γιορτή.
Ντεκαντανς
05/6/2018
Ω πώς άστραψαν τα φλας
εν συζεύξει διαρκείας
σαν αρχίνισες το ντανς
ρυθμικά της λιτανείας
παλαμάκια στο ρυθμό
και τριπλά σφυρίγματα
σαν τα χάραζες κεφάτος
του χορού τα βήματα
ρεφραίν, κουπλέ, εισαγωγή,
κι αγκομαχάς με υπομονή
κι η ορχήστρα ακόμα παίζει,
το αίμα σου έγινε πετμέζι
ο γύρος ο τρίτος και σβήνουν τα φώτα
γύρω τριγύρω μυρίζουν τα χνώτα
κρασί τσιπουράκι και άλλα πολλά
το σώμα το έρημο κουράστηκε πια
με μια κίνηση ηρωική
παίρνεις τη θέση την προεδρική
όλοι οι φίλοι σου χειροκροτούν
να τους κοιτάξεις αδημονούν
κι απέναντι πισώπλατα
εκείνα τα προσώπατα
η ορχήστρα ακόμα παίζει
«σάματις και ποιος τους (χε)ζει»
Χειρισμοί
17/5/2018
Χειριστικά
χερουβικά
χειραγωγούν
χειροκίνητα
χειροδύναμους
χειρώνακτες
Πέφτει Ξύλο
23/4/2018
Πέφτει ξύλο πέφτει ξύλο
Φίλος κοπανάει φίλο
Κι αγκαλιάζει τον εχθρό
Μάνα μου πολύ κακό
Τρέχει να βρει το κουδούνι
Μην πλακώσουνε οι Ούννοι
Και τον βρούνε ξέσκεπο
Και χαθεί στο μέτωπο
Μα κανείς δεν του ανοίγει
Μαύρο φίδι τον τυλίγει
Δεν τον άκουσε κανείς
Που χτυπιέται ολονυχτίς;
Μες τη μαύρη απελπισιά του
Κάνει πέτρα την καρδιά του,
Τους ακούει τώρα κοντά,
Να ζυγώνουν στη γωνιά
Το μυαλό του αλλάζει ρότα
Άξαφνα γυρνάει στην πόρτα
Και με σιγουριά νεκρού
Τωρινού η μελλοντικού
Ψάχνει με τα χέρια του
Μέσα του, στα τζιέρια του
Παραπάνω το σπαθί του
Το δρεπάνι στην καρδιά
κι αυλή του πλημμυρίζει
απ' τη μαύρη τη στρατιά.
Τονε βλέπουν ανοιγμένο,
Μαύρο καταματωμένο
Τον νομίζουν για νεκρό
Παρά φύση ζωντανό
Και το βάζουνε στα πόδια
Οι δειλοί οι ποντικοί
Κι έτσι η μάχη τέλειωσε
Απ’ το βράδυ ως την αυγή.
Αληθώς
08/4/2018
Λαμπάδες του σωρού από τους πάγκους έξω απ´ την εκκλησία, πλαστικά ποτηράκια να μη στάζει το κερί, διπλωμένα αλουμινόχαρτα στις τσέπες, αργά τα βήματα στην άσφαλτο. Τακούνια, τακουνάκια, τσάντες, ανήσυχα μπαστουνάκια, στριμώχνονται, σπρώχνονται με αναίδεια, να προλάβουν θέση. Τα πόδια όλα στραβά, κράτησαν τα σώματα μια ζωή, τώρα απόκαμαν. Χέρια αποστεωμένα, στραβά, τραβούν και κόβουν τα πέταλα του επιταφίου, για σιγουριά. Για να χουν για το εικονοστάσι(!). Η μαυροφορεμένη αόρατη κυρία της εκκλησίας με τη μεγάλη περιφέρεια καθαρίζει τα φιλιά από τις εικόνες με αζαξ. Και οι άλλοι δώστου πάλι φιλιά. Ηλεκτρικές λάμπες στους πολυελαίους, ηλεκτρικά μεγάφωνα για τους ψαλτάδες. Όλα λες και χαλασμένα επίτηδες για να κάνουν το σκηνικό ακόμα φτηνότερο. Κάτι λιπόσαρκοι γύπες είναι επιφορτισμένοι να αρπάζουν τα αναμμένα κεριά μόλις φεύγουν από το χέρι σου, πάνω που απαριθμείς τους πεθαμένους σου και τα σβήνουν σε σωρούς. Σβήνουν ανάβουν τα φώτα. Άιντε λάβετε φως κι έξω απ' την πόρτα. Παιδικές αγωνίες σε γερασμένα πρόσωπα, να ανάψουν τις λαμπάδες τους. Τραβάτε, σπάστε τα αυγά σας, φάτε τα και γρήγορα σπίτι, μαγειρίτσα γρήγορα για ύπνο. Άντε και πολύ σας είναι. Να τελειώνουμε έχουμε και δουλειές. Και προς θεού, μην ξεχαστείτε με αναμνήσεις και δεν ανοίξετε τηλεόραση. Είναι δυνατόν, πως θα νιώσουμε ότι γιορτάσαμε αν δε χαζέψουμε κι ένα τηλεοπτικό τσιφτετέλι;
Εξάθλεια
23/3/2018
Σπουργίτια με λαμέ φτερούγες
Άραξαν μπροστά στις κλούβες
Και χάζευαν όλο δέος
Το εξαρχειώτικο το κλέος.
Στριμωξίδι
14/3/2018
Κι εκεί που είσαι στριμωγμένος στο βαγόνι στα ανήλιαγα υπόγεια του μετρό, ανάμεσα σε κάθε καρυδιάς καρύδι, σε σημείο να μην ξέρεις που είναι το πόδι σου και ποιο είναι το χέρι σου, τσουπ, πέφτει το βλέμμα σου στο τζάμι κι αντικρίζεις δυο μάτια να σε κοιτάνε και τα φρύδια από πάνω τους σηκωμένα από την προσπάθεια της ισορροπίας όσο το τραίνο κινείται. Και ξαφνικά διαπιστώνεις ότι είναι πολύ πολύ γνώριμο αυτό το βλέμμα κι αυτά τα μάτια, που σε κοιτούν με προσπάθεια. Περνούν κάποια κλάσματα δευτερολέπτων για να καταλάβεις ότι μέσα από το τζάμι είναι τα δικά σου μάτια που τυχαία σε κοίταξαν. Σα να 'σουν κάποιος άλλος. Στα κλάσματα εκείνα, είχες τη φευγαλέα τύχη να βγεις από τον εαυτό σου, και να τον δεις απ’ έξω, ενώ αυτός ανυποψίαστος, κοιτούσε κάποιον άλλο.
Νεραντζιές
12/3/2018
Στα αθηναϊκά πεζοδρόμια οι νεραντζιές ζουν τη δικιά τους προσωπική ιστορία έτσι όπως φυτρώνουν όλο τάξη στο μικροσκοπικό τους τετραγωνάκι χώμα ανάμεσα στη γκρι θάλασσα των πεζοδρομίων. Μονίμως σκονισμένες, με ένα καχεκτικό κορμό μισό καφέ μισό γκρι, σαν το δέντρο να γίνεται κι αυτό το ίδιο σιγά σιγά τσιμέντο. Με τη φούντα που σχηματίζουν τα φύλλα τους να μοιάζει με γκρίζο φωτοστέφανο γύρω από τον κορμό, δημιουργώντας μια εικόνα για όλες κοινή. Το πιο κοινό δέντρο των γειτονιών, αυτό που αντικρίζουν μονίμως παιδιά και ζώα που δεν έχουν καμία άλλη ευκαιρία φυσικού τοπίου. Το πιο βαρετό ίσως δεντράκι, αυτό που στη λακκούβα του κατουράνε τα σκυλιά της βόλτας, και οι καρποί του χρησιμοποιούνται μόνο ως βλήματα στα χέρια νευριασμένων πολιτών. Κι ο χρόνος κυλάει γκρίζος και βαρετός, ως το μήνα Μάρτη. Τότε, οι νεραντζιές μεταμορφώνονται ξαφνικά σε παντοδύναμες, μαινόμενες νεράιδες που ξεπηδούν απ´ το καχεκτικό τους γκρίζο τετράγωνο και απλώνονται πετώντας σε όλη την Αθήνα. Ανεμίζουν τα πέπλα τους από γειτονιά σε γειτονιά τις νύχτες, σκορπώντας την άνοιξη, φυσώντας τη κάτω από τα κλειστά παντζούρια και τις πόρτες στη μύτη των ανυποψίαστων ανθρώπων. Κάποιοι ξενύχτηδες μόνο αραιά και που τις βλέπουν και μαζεύουν κανένα άσπρο ανθάκι που έπεσε στην άσφαλτο, και που κατευθείαν διαλύεται μέσα στη χούφτα. Γιατί το Μάρτη οι νεραντζιές ανθίζουν. Και μετά την έξαλλη και αλλοπαρμένη βόλτα τους επιστρέφουν στα προσωπικά τους τετραγωνάκια βαρυφορτωμένες με τα άσπρα τους άνθη. Λένε πως οποίος περνάει από κάτω και σταθεί, ευτυχισμένος εξαφανίζεται για πάντα.
Το χείλι κάτω
09/2/2018
Έχεις μια τάση γενική
Να παρατάς τα χείλι κάτω
Κι όταν να σκάσει προσπαθεί
Ο μυς σου το τραβάει στον πάτο.
Μάχη γερή
Δίνουν τα συναισθήματα
Μες το κεφάλι σου περνούν
Από σαράντα κύματα
Λες και σφυρηλατήθηκαν
Με καθαρό ατσάλι
Έτσι τα δυο χειλάκια σου
Κάτω κοιτούνε πάλι
Κι όταν, μονάχα μια φορά
Θελήσεις να γελάσεις,
Γέλιο καθάριο ειλικρινές
Τους γύρω να κεράσεις,
και τότε για άλλη μια φορά
Αυτό θα σε προδώσει
Γιατί δεν του 'μαθες ποτέ
Κι ας πλήρωνες και τον ΟΤΕ
Ότι μπορεί για μια στιγμή
Τ' ανάστημά του να ορθώσει
(Λίγο να ξεκαρφώσει).
Η Ζακέτα του Παναητίλη
23/1/2018
Συνέχεια φορούσε αυτή τη μαύρη ζακέτα, χειμώνα, άνοιξη, φθινόπωρο, για να την αποχωριστεί μόνο το καλοκαίρι. Μια ζακέτα με ωραίο πατρόν, μαύρη με αυστηρό κόψιμο στο λαιμό όταν την κούμπωνες, κι αν προσέθετε κι ένα σακάκι από πάνω έμοιαζε άνετα με γιλέκο. Έτσι, τη φορούσε πάντα, και συνήθως με μια ακόμα ζακέτα από πάνω πολύ μακριά μέχρι το γόνατο. Πολλές φορές, αυτή η από πάνω ζακέτα μεταμορφωνόταν σε μπέρτα, κάπα, ή ακόμα και σε φτερά, πελώρια, μαύρα. Αναλόγως την περίπτωση και ποσό άμεσα ήθελε να ξεφύγει. Απλώνονταν τα φτερά, απογειωνόταν και πετούσε μακριά και μην τον είδατε τον Παναητίλη. Διένυε πόλεις και χωριά, αγρούς και τα λιγοστά δάση που έχουν απομείνει, και μέχρι να φτάσει στον επόμενο προορισμό πέρναγε λίγη ώρα πάνω απ' τα σύννεφα. Εκεί. Που πάντα έχει ήλιο, και κρύο και που το μόνο που διακόπτει το γαλάζιο είναι απέραντα άσπρα λιβάδια. Κάποτε κουραζόταν, κρύωνε και ξανά κατέβαινε προς τα κάτω, σε μια άλλη χώρα, διάσταση ή ημερομηνία. Με το που πατούσαν τα γκρίζα του μποτάκια του στο δρόμο, τα φτερά πουφ! χάνονταν και η ζακέτα γινόταν και πάλι η απλή μαύρη ζακέτα που ακόμα και πολυκαιρισμένη δεν αποχωριζόταν ποτέ. Και κανείς δεν έβλεπε, κανείς δεν καταλάβαινε. Ούτε καν από τα μαύρα πούπουλα που καμία φορά άφηνε στο διάβα όταν περπατούσε.
Οι Γλάροι
20/1/2018
Το ηχητικό περιβάλλον ενός πρωινού στη γειτονιά των Εξαρχείων απέχει πολύ από την πάλαι ποτέ εικόνα του φοιτητολούνα πάρκ που έχουμε συνήθως στο μυαλό μας. Απόλυτη ησυχία, που σπάει μόνο από δυο πράγματα: τον υγρό μεταλλικό ήχο της καταπακτής του υπονόμου στη διασταύρωση Μπενάκη και Κωλέττη κάθε φορά που περνάει αυτοκίνητο, και τις φωνές των γλάρων. Οι γλάροι ζουν στο κτίριο του ΟΤΕ απέναντι με τις πολλές κεραίες. Στην αρχή μου φαινόταν οξύμωρο που άκουγα γλάρους μες στο καράκεντρο της Αθήνας. Ο ήχος τους μου ΄δινε όλο και συχνότερα την αίσθηση ότι τα Εξάρχεια είναι ένα νησί, στη θάλασσα της Αθήνας. Τώρα πια έχω πειστεί. Οι δαντελωτές ακτογραμμές τους είναι η Ακαδημίας από τη μια, και η Αλεξάνδρας από την άλλη. Η Σόλωνος ο δρόμος πριν την παραλία. Κι εγώ κάπου εκεί, παίζω πιάνο δίπλα στη θάλασσα ακούγοντας τους γλάρους. Τυχερή.
Η Σπηλιά του Δράκου 2018
15/1/2018
Ντρέπομαι τόσο που δεν μπορώ να σηκώσω το χέρι μου να πάρω τηλέφωνο. Και ο χρόνος ολοένα λιγοστεύει. Λεπτό το λεπτό μέρα τη μέρα μήνα το μήνα χάνεται. Και η δύναμη μου να τηλεφωνήσω λιγοστεύει ολοένα. Όχι από αδιαφορία αλλά από καθαρές, συρμάτινες σκληρές ενοχές που με δένουν χειροπόδαρα με έναν αόρατο τρόπο. Μέσα στο κουρασμένο μυαλό παλεύω να τις νικήσω αλλά πάντα επιστρέφω στην ίδια σκέψη, που ελαχιστοποιεί τις πιθανότητες. Και πάλι το τηλέφωνο μοιάζει μίλια μακριά. Σα νοσοκομείο σε νησί άγονης γραμμής. Σαν βενζινάδικο σε παράδρομο της εθνικής. Κι ο χρόνος συνεχίζει να κυλά. Περνάει αυτός κι ούτε νοιάζεται. Έχεις; Δεν έχεις ενοχές; Βάσανα; Έννοιες και καημούς; Δε νοιάζεται αυτός. Τη βόλτα του κάνει και εσύ δε πα να δέρνεσαι. Τη βόλτα του. Φαύλος κύκλος κι η λύση αδύνατη. Συνέχεια να σκοντάφτεις στην ίδια σκέψη, σα χαλίκι που κάθε φορά που σκοντάφτεις γίνεται μεγαλύτερο και μεγαλύτερο, και στο τέλος έχεις μπροστά σου ένα βράχο ολόκληρο κι είσαι χαμένος στο λαβύρινθο της σπηλιάς του, χωρίς να υπάρχει πουθενά η νόμιμη πράσινη ταμπέλα εκζιτ. Που να βρίσκεται άραγε αυτό το μικρό άνοιγμα στην οροφή της, εκεί που πριν περνούσε μια αδυναμούλα αχτίδα φως; Άντε να τη βρεις τώρα, μέσα στο σκοτάδι, με ένα σκέτο φακό αειφον και τα πόδια χωμένα σε όλες τις λασπερές σου σκέψεις... Μόνο ψάχνοντας την τσέπη, αυτή στα αριστερά του μαύρου σακακιού μου και βρίσκοντας ανάμεσα στα αμελητέα κέρματα και χρησιμοποιημένα εισιτήρια αστικών συγκοινωνιών ένα μεταλλικό καπάκι παρατημένο, από αυτά που τα πατάς στο κέντρο και κάνουν κλακ, μόνο μ αυτό το κλακ βγαίνω από τη μαύρη σπηλιά, τις λάσπες, την υγρασία, το συρματόπλεγμα που με σφίγγει και ανοίγει πληγές, κι είμαι πάλι στο ζεστό κρεβάτι μου και το σπήλαιο ούτε χαλίκι δεν είναι πια, και τα πόδια μου στεγνά και καθαρά, και όλα είναι πάλι ήσυχα κι όπως πρέπει. Μα που το έβαλα αυτό το καπάκι;
Σαν αδέσποτα
14/11/2017
Και πως θα ζείτε έτσι ανεμβολίαστοι, και χωρίς ηλεκτρονικό εισιτήριο, χωρίς πνίχτη και σίγουρο οχτάωρο, χωρίς ξηρά τροφή και Κυριακή, πώς;
Πως;
Θα ποντάρουμε μόνο στην ευτυχία: Ελευθερία, πολύ περισσότερη από αυτή που χρειάζεται για να προλάβουμε να θάψουμε το κόκκαλο και να τρέξουμε γύρω το πάρκο .
Τρέχω τρέχω
10/11/2017
Πτωχή πλην τίμια φριλανσερ
Τούτην εδώ την εποχή
Μοχθώ μερόνυχτα με σθένος
Παίζοντας πάντα μουσική.
Μα τι να κάνεις, εδωνά,
Με αυτή τη μαύρη κρίση
Κέφι μεράκι και σπουδές
Δεν συνιστούνε λύση
Παίζω και τα πληκτράκια μου,
Βαράω μπαγλαμαδάκι
Κι όταν σειρά μου θε να 'ρθει
Λέω και τραγουδάκι
Ταβέρνες μουσικές σκηνές
Λαιβ και πανηγύρια
Όλα ο πένητας μπορεί
Να αντιπαλεύει ίδια
Ζωή ολόκληρη περνά
Με πενταροδεκάρες
Άσε στην μπάντα μια φορά
Και για άλλους τις εξάρες!
Τρέχω τρέχω,
και λεφτά δεν έχω
Και λεφτά δεν έχω
Τρέχω τρέχω
Βράχια
09/11/2017
Μικρά και μεγάλα που τα λιώνουν τα κύματα. Τα μεγαλύτερα και πιο αιχμηρά είναι και τα νεότερα. Τα γηραιότερα λεία, πειθήνια και μικρότερα, ένα τσακ πριν τα κρύψει το νερό. Εσύ; Νιώθεις καμιά φορά στην πλάτη σου το παγερό άγγιγμα απ´ το μαχαίρι του βουτύρου που κρατά η θάλασσα;
Πήτερ Παν
06/11/2017
Μεγαλώνοντας, μαθαίνουμε να συζητάμε με αδιαφορία με αδιάφορους αγνώστους τα αδιάφορα πράγματα που κουβεντιάζουν οι μεγάλοι. "Θα βρέξει", " τι κάνετε; στον αγώνα, δουλίτσα να υπαρχει" και τα σχετικά. Μηχανοκίνητη κουβέντα, κούφια, ακίνδυνη. Δουλεύουμε, καθαρίζουμε, πληρώνουμε τους λογαριασμούς. Συνέχεια, αέναα. Γινόμαστε αυτόματα μηχανήματα, ακίνδυνα. Χωρίς κριτήριο, χωρίς απαίτηση. Μέχρι να προσγειωθεί άξαφνα ένα πράσινο άλογο στην αίθουσα, να ανέβουμε πάνω του, να χτυπήσει τα φτερά του και να πετάξουμε για τη χώρα του ποτέ. Και τότε πια ποτέ ξανά "τικανετεκαλαευχαριστω" μόνο παιχνίδι. Μεγαλώνοντας, μαθαίνουμε να συζητάμε με αδιαφορία με αδιάφορους αγνώστους τα αδιάφορα πράγματα που κουβεντιάζουν οι μεγάλοι. "Θα βρέξει", " τι κάνετε; στον αγώνα, δουλίτσα να υπαρχει" και τα σχετικά. Μηχανοκίνητη κουβέντα, κούφια, ακίνδυνη. Δουλεύουμε, καθαρίζουμε, πληρώνουμε τους λογαριασμούς. Συνέχεια, αέναα. Γινόμαστε αυτόματα μηχανήματα, ακίνδυνα. Χωρίς κριτήριο, χωρίς απαίτηση. Μέχρι να προσγειωθεί άξαφνα ένα πράσινο άλογο στην αίθουσα, να ανέβουμε πάνω του, να χτυπήσει τα φτερά του και να πετάξουμε για τη χώρα του ποτέ. Και τότε πια ποτέ ξανά "τικανετεκαλαευχαριστω" μόνο παιχνίδι.
Μεγαλώνοντας, μαθαίνουμε να συζητάμε με αδιαφορία με αδιάφορους αγνώστους τα αδιάφορα πράγματα που κουβεντιάζουν οι μεγάλοι. "Θα βρέξει", " τι κάνετε; στον αγώνα, δουλίτσα να υπαρχει" και τα σχετικά. Μηχανοκίνητη κουβέντα, κούφια, ακίνδυνη. Δουλεύουμε, καθαρίζουμε, πληρώνουμε τους λογαριασμούς. Συνέχεια, αέναα. Γινόμαστε αυτόματα μηχανήματα, ακίνδυνα. Χωρίς κριτήριο, χωρίς απαίτηση. Μέχρι να προσγειωθεί άξαφνα ένα πράσινο άλογο στην αίθουσα, να ανέβουμε πάνω του, να χτυπήσει τα φτερά του και να πετάξουμε για τη χώρα του ποτέ. Και τότε πια ποτέ ξανά "τικανετεκαλαευχαριστω" μόνο παιχνίδι.
Παράκλησις
05/11/2017
Θα παρακαλούσα τους φίλους και αγαπημένους να με προσφωνούν με το συνηθισμένο στ’ αυτιά μου "Χαρούλα". Το ανοίκειο "Χαρά" μού φέρνει παράξενους συνειρμούς καθώς και προβλήματα ταυτότητας με αποτέλεσμα να δυσχεραίνει ο ύπνος μου κάποια βράδυα. Ευχαριστώ.
Αν ήξερα το τέλος μου
18/10/2017
.. και τότε, θλιμμένος, γέρος και ανήμπορος να σταματήσει την ορμή του ρεύματος με την κατεύθυνση που θα έπαιρνε από δω και μπρος, άνοιξε το στόμα του σκεπτικός. Δείχνει έναν συρφετό γέρικα δόντια διαβρωμένα από το πέρασμα μιας ολόκληρης ζωής. Μετά από ένα δευτερόλεπτο, οι φωνητικές του χορδές πάλλονται. Η φωνή του, ξεδιπλώνει καρέ καρέ ένα τεράστιο παράθυρο σε έναν άλλο κόσμο, αυτόν που έζησε. Έναν κόσμο στρογγυλό, χωρίς μπετόν, χωρίς παγκόσμια σταθερά σημεία αναφοράς, χωρίς παρά φύσιν αιχμές. Χωρίς ρεύμα, χωρίς πλαστικό, χωρίς αυτοκίνητα, χωρίς ήχο πόλης. Χωρίς προσθετικά γεύσης, εσπρέσο, ιντερνέτ. Χωρίς 440, τηλεόραση, χωρίς πλαστικά παιδικά παιχνίδια που παίζουν μουσική, χωρίς μουσική στο σούπερ μάρκετ και χωρίς σούπερ μάρκετ, χωρίς ψηφιακό ήχο και εικόνα, χωρίς έτοιμες συσκευασίες. Ο ήχος απλώνεται παντού στο χώρο και οι συχνότητες σε τυλίγουν χρυσή ζεστασιά. Η φωνή ανεβοκατεβαίνει απαλά τις νότες χωρίς τετραγωνισμένα σκαλιά, προφέροντας σίγουρα τις λέξεις, τελειωτικά. Ούτε το τέλος του ήξερε, ούτε πως θα καταντήσει. Η μικρή χρονοφουσκα κάνει "παφ " και σκάει μόλις ακούγονται τα μπουζούκια.
Ακολουθεί ευχαριστήριο μήνυμα
29/9/2017
Τόσα χρόνια τίποτα δεν κατάλαβα. Ούτε ποια είμαι, ούτε τι πρέπει, ούτε τι θέλω να κάνω. Ίσως πολύ γενικά μόνο... Επίσης ένα από τα μειονεκτήματα μου είναι ότι ειλικρινά, ειλικρινέστατα δεν τα πάω καλά με γιορτές και ημερομηνίες, ούτε καν τις δικές μου. Ευχαριστώ τόσο πολύ όλους και όλες για της ευχές, τα χρόνια πολλά και ότι επιθυμώ να έχω, κι η απάντηση είναι δε θέλω τίποτα. Τίποτα. Θέλω η ζωή μου να' ναι γεμάτη γλυκά φρέντα εσπρεσσα, χυμούς σε μαγικό μπλέντερ και παγωτά μάνγκο με λιωμένη άσπρη σοκολάτα. Γεμάτη πορτοκαλί παξιμάδια, βολάκια Ίου με εστραγκόν, ντοματάκια και μαλακιά παστή ρέγγα χωρίς κόκκαλα. Γεμάτη νότες και ώρες ατέλειωτες να παιχτούν χωρίς σταματημό, χωρίς διασπάσεις, χωρίς μπλοκαρίσματα και ανταγωνισμούς, να "παίζουμε τα παιχνίδια μας". Να περνάει ο χρόνος, να ασπρίζουν τα μαλλιά παρέα με αγαπημένο/α πρόσωπο/α, ησυχία και φωτεινά μάτια, ανάμεσα στους αγαπημένους βρώμικους πεζόδρομους των Εξαρχείων. Κι αν δε θέλω να κάνω κάτι να μην πρέπει να το κάνω. Να μη χρειάζεται. Να κάθομαι στο σπιτάκι μου και να γίνεται δια μαγείας και να λαμβάνω μήνυμα ότι έγινε. Και όταν θα θέλω να φύγω, να αποσυρθώ σε μικροσκοπικό πέτρινο σπίτι απέναντι απτή θάλασσα σε μακρινό νησί. Τώρα ντύστε τα όλα αυτά με μια πολύχρωμη κορδέλα και φέρτε τα μου δώρο!
Καλό Μήνα
1/9/2017
Χωρίς να βιάζεσαι. Με άμμο στα χέρια και πετραδάκια στην τσάντα. Με κουρασμένα βήματα άλλα πράσινα γαλάζια κόκκινα και πορτοκαλί λαμπιόνια να φωτίζουν το δρόμο της επιστροφής στο σπίτι. Με καλοκαιρινά ρούχα ακόμα και ψιλή ζακετούλα. Σιγά σιγά οδεύεις προς το φθινόπωρο κι αυτό προς τα σένα. Χωρίς πανικό, χωρίς δεύτερες σκέψεις. Χωρίς να κοιτάς πίσω, μονο μπροστά. Με τις σκέψεις στους ανθρώπους που αγαπάς, που θα βγάλετε μαζί άλλον έναν κρύο και δύστροπο χειμώνα. Πόσο μακριά φαίνονται οι σόμπες τώρα, ε; Τα ζεστά ρούχα, τα μποτάκια σου; Η χειμωνιάτικη εξάντληση, ο παγωμένος αέρας που σου κόβει τα δάχτυλα όταν βγαίνεις να απλώσεις τα ρούχα. Προς το παρόν ακόμα έχει ζέστη αλλά δεν είναι πια καιρός για μπουγέλο. ο Σεπτέμβρης θα περιπλανιέται στα Εξάρχεια με τα επίσημα του, φωνάζοντας στα παιδιά να πάνε σχολείο και στους μεγάλους να επιστρέψουν στους συνηθισμένους τους ρυθμούς. Εσύ, θα βγαίνεις που και που στο μπαλκόνι όταν τον ακούς να φωνάζει, θα ξεσκαλώνεις απο τα κάγκελα την άκρη απο την φθινοπωρινή του καμπαρτίνα, για να συνεχίσει ακάθεκτος την περιπλάνηση του, και θα ξαναμπαίνεις στο σπίτι να κοιτάξεις τις καλοκαιρινές φωτογραφίες. Θα χτυπήσει το τηλέφωνο. Πάλι δε θα προλαβαίνεις.
Μην Απελπίζεσαι
29/6/2017
Όχι. Μην απελπίζεσαι. Λιτότητα και ζέστη και νεκρά περιστέρια κι οι πλάκες του πεζοδρομίου ποτέ δεν αδειάζουν απ' τις μαύρες πατημένες τσίχλες. Δοκίμασε να περπατήσεις με συμμετρία ανάμεσα στις πλάκες. Μόνο τις πατημένες τσίχλες μπορείς να έχεις για σημάδι. Μέσα στη στοά του βιβλίου τα κορίτσια χορεύουν. Δοκίμασε να περπατήσεις ανάμεσα τους. Πάλι τις πατημένες τσίχλες θα έχεις για σημάδι.
Παράτα τα
23/06/2017
Παράτα τα
Παράτα τα.
Παράτα όλα.
Τις ώρες.
Τις μέρες.
Τα ημερολόγια.
Τις νότες.
Τις παρτιτούρες.
Τα βιβλία.
Τα εφετζίδικα σήριαλ.
Τις ταινίες που σβήνουν το μυαλό.
Την Αθήνα.
Τα ταξί, τα μέτρο τα λεωφορεία.
Τα ιδρωμένα σεντόνια.
Τον καύσωνα.
Τις κατσαρίδες.
Τις βρομερές γωνιές που μυρίζουν κάτουρο.
Τους λόφους των σκουπιδιών.
Τα κοα, πετά, βουτά στη θάλασσα.
Ελευθερώσου
Η Άβαφτη Σφήνα
12/6/2017
Είμαι μικρή ξύλινη σφήνα στην πόρτα του μπάνιου. Φτωχή και άβαφτη, έχω μόνιμη σταθερή δουλειά από την οποία εξασφαλίζω την παραμονή μου στο σπίτι όπου κατοικώ. Η δουλειά μου είναι να κρατάω σταθερά ανοιχτή την ξύλινη ψεύτοβαμμένη πόρτα του μπάνιου υπό εικοσιτετράωρου βάσεως. Μπορεί να σκεφτείς ότι η δουλειά μου είναι εύκολη, αφού απλά κάθομαι σε ένα σημείο σαν κατώτερη κατηγορία βιβλιοστάτη και ιδροκοπώ στηρίζοντας την πόρτα. Κι όμως.. δεν είναι καθόλου. Και κυρίως γιατί είμαι απλά μια σφήνα και οι περισσότεροι δε με βλέπουν. Αυτοί που με βλέπουν κ με επανατοποθετούν κάτω απο την πόρτα όταν την ξανανοίγουν είναι εξαιρετικά σπάνιοι. Έχω απελπιστεί τόσο, που σκέφτομαι να μεταφερθώ σε ένα πιο ήσυχο σπίτι, όπου θα βρίσκομαι πάντα κάτω απο μια πόρτα κ θα εργάζομαι σταθερά, παρά εδώ που οι περισσότεροι με παρατούν στην άκρη του πατώματος και πρέπει να περιμένω ώρες για να ξαναρχίσω να εργάζομαι και να συμπληρώσω επιτέλους τις υπερωρίες μου. Στον ύπνο μου ονειρεύομαι ότι Θα πάω λέει στο άλλο σπίτι κ θα είμαι μια πολυτελώς βαμμένη σφήνα, δε θα υπολείπομαι επιτέλους σε τίποτα τους σνομπ κουλτουριάρηδες ορθοστάτες των βιβλίων, και η ζωή θα κυλά υπέροχα... μετά ανοίγω τα μάτια μου και είμαι πάλι η ίδια άβαφτη σφήνα, στο πάτωμα του μπάνιου, παρέα με τις μπάλες της σκόνης και τις σφουγγαρίστρες. Πως θα μπορούσε άλλωστε να φύγει απο τη θέση της ποτέ μια ξύλινη σφήνα;
Βοσπορίτισσα
19/4/2017
Άριζοι
Άνευροι
Άνοιωθοι
Αγέλαστοι
Άψυχοι
Άγριοι
Περιπλανιόμαστε τρέχοντας λαχανιασμένοι στους λασπωμένους δρόμους χωρίς να φαίνεται η άκρη, ούτε η αρχή.
Βοσπορίτισσα, βρέχει κι ο δρόμος για το σπίτι έκλεισε για πάντα.
Η Ψάθινη Καρέκλα
1/3/2017
Πριν κάτσεις, σκέψου. Τη συναντάς παντού. Σε καφενεία, εστιατόρια, παντός είδους μαγαζιά, αιωνόβια αλλά και καινούργια, πετάμενη στους δρόμους αλλά και σε περίοπτη θέση στις βιτρίνες. Ευτελές αντικείμενο, γερό, κατασκευασμένο να στηρίζει κάτι -οτιδήποτε- άλλο. Γι' αυτό και ξέρει πολλά η ψάθινη καρέκλα. Έχει δει εκατομμύρια ανθρώπους, ακούσει τις κρυφές συζητήσεις των φιλενάδων στους κοριτσίστικους καφέδες, τους χαμηλόφωνους τσακωμούς νεαρών ζευγαριών σε απόμερα καφενεδάκια, και λίγο αργότερα τη συμφιλίωση και τα φιλιά τους. Είναι παρούσα στα ατελείωτων ωρών γλέντια μας, μαρτυρικά να στηρίζει μακάρια μεθυσμένους ανθρώπους, τίγκα στον ιδρώτα απ’ το χορό και την έξαψη, άλλοτε η άμοιρη αβοήθητη στο χέρι κάποιου τσαντισμένου έτοιμου να την πετάξει και να κάνει χαμό. Η ψάθινη καρέκλα πολλές αλλά ταυτόχρονα μια, συνεννογιέται με τους κλώνους της τις άδειες ώρες, και περιμένει υπομονετικά το βερνικάκι της. Τόσο ευτελής, τόσο συνηθισμένη. Τόσο σημαντική, τόσο χρήσιμη. Τόσο άχρηστη όταν παλιώνει, με το ψάθινο καπέλο της να χάσκει ανοιχτό και τις ψάθες της ξέμπλεκες σαν παρατημένες για πάντα πλεξούδες. Μερικές απ' αυτές ακαθορίστου ηλικίας, πενήντα, εβδομήντα, εκατό χρονών; Το βερνικάκι ξεφτάει, οι φλούδες γίνονται ακίδες κι αγκυλώνουν τα μωρά παιδιά. Τα πόδια της λασκάρουν στα δεσίματα κι αποκτούν αυτό το χαριτωμένο τρίξιμο αριστερά δεξιά. Τότε οι υστερικοί γονείς τις βγάζουν και τις παρατάνε στο δρόμο. Η ζωή τους πια τέλειωσε, χωρίς να μάθουμε ποτέ πόσα πόσες ιστορίες έχουν ξετυλιχτεί πάνω της. Η μάλλον πόσοι λωλοί έχουν κάτσει. Όλη μας η ζωή πάνω στην ψάθινη καρέκλα και το μυαλό μας στην άγνοια της. Τα μυστικά της θα τα φανέ τα σαράκια έτσι κι αλλιώς.
Κάποτε στο Ουζερί Λέσβος
17/2/2017
Είμαι πεπεισμένη ότι μέσα στο υπεραιωνόβιο πιάνο του Ουζερί Λέσβος κατοικεί ένα θλιμμένο πνεύμα.. Κάθε παρασκευή και Σάββατο μεσημέρι που πάω στο μαγαζί και κάνω τη φάση μου εκεί παίζοντας τραγουδάκια, έρχεται το καημένο σε σύγχυση ταυτότητας. Το πιάνο είναι φτιαγμένο στο Λονδίνο πριν από δεν ξέρω και γω πόσα χρόνια, (80; 100;) και βρέθηκε παρατημένο σε κάποια αίθουσα του Μεγάρου (νομίζω). Το γέρικο πνεύμα μέσα του έχει δει κι ακούσει τόσα.. Δάσκαλους και μαθητές, πιανίστες στο ξεκίνημα ή στο απόγειο της καριέρας τους, να παίζουν έργα των κορυφαίων συνθετών της δυτικοευρωπαϊκής μουσικής ... Το πνεύμα νομίζω ότι είναι μια γριά κυρία, που είναι αναγκασμένη τώρα να ακούει για πρώτη φορά στη ζωή της χιτζάζια και τσιφτετέλια και λοιπά, και σίγουρα αυτό που την ξεπερνάει, είναι ότι αυτά την ανέστησαν και πάλι.. Κι όμως, κάθε Παρασκευή και Σάββατο εκεί, με βοηθάει, τη βοηθάω και γω, πορευόμαστε μαζί ... Ακόμα κι αν θυμώνει με τα λάθη μου, τους δακτυλισμούς μου, η κυρία είναι χαρούμενη. Ίσως κρυφά κρυφά την υπόλοιπη βδομάδα της κολλάει και κανένα τραγουδάκι και το ψιλομουρμουρίζει με τα ξεφτισμένα της σφυράκια...
Κρεβατομουρμούρα
1/2/2017
Η γκρι πλαστική επίστρωση αναστέναξε κ συνέχισε να μουρμουρίζει. «Εγώ ξέρεις τι περνώ κάθε μέρα;;; πόσες χιλιάδες πόδια με πατάνε; Πόσες εκατομμύρια φορές με σφουγγαρίζουν οι κακοπληρωμένες καθαρίστριες του μετρό; Απο το 2000 ρε αχάριστε τα τραβάω όλα αυτά για να βρίσκομαι πάνω σου!» Το σιδερένιο πάτωμα του βαγονιού άκουγε υπομονετικά. «κι εγώ δεν πάω και πίσω να ξέρεις!» απάντησε ήρεμα.. «ξέρεις πόσο βάρος έχει ένα βαγόνι που τρέχει γεμάτο με κουρασμένους ανθρώπους, που σπάνια αδειάζει και έχω και τη δικία σου γκρίνια να με καταπλακώνει από πάνω, άσε που όταν έχουν καιρό να σε σφουγγαρίσουν είσαι ακόμα πιο βαριά!» «Άσε μας, μωρέ. Δεν μπορώ και να ξεκολλήσω από πάνω σου, είμαι καταδικασμένη εφ' όρου ζωής! Αχρείε» «Ανάθεμα την κολλά σου, Γελοία» ... Αυτό συμβαίνει κάθε μέρα που ξυπνάτε να πάτε στη δουλειά, που πάτε βόλτα, που μπαίνετε σ' ένα βαγόνι και όλα φαίνονται τόσο ήσυχα και συνηθισμένα ... Κάτω απ' τα ανυποψίαστα πόδια αδιάφορων ή θλιμμένων ανθρώπων, ή χαρούμενων που έχουν ένα στόχο και όλα τα καθημερινά αντικείμενα τους φαίνονται θλιβερά και μελαγχολικά, ζευγάρια ζωής, δέντρα ζώα κι αντικείμενα συνυπάρχουν χωρίς να παίρνουμε γραμμή...
Πόλη από Καλώδια
19/1/2017
Μαύρες λάμπες ανάβουν μόλις κλείνω τα μάτια. Σαν αρνητικά φιλμ. Κι αυτά δίνουν ενέργεια σε καλώδια που αποτελούνται μόνο από λάμψη. Μεταφέρουν το φως σε μια ήσυχη μικρή πόλη που οι στέγες των σπιτιών αποτελούνται από κιτρινωπά χριστουγεννιάτικα φωτάκια. Έχουν προεκτάσεις στον ουρανό κ συνδέονται με μεγάλα καλωδιαίνια πτηνά, που κατευθείαν ανάβουν. Και φτύνουν από το στόμα τους τα αστέρια που σκαλώνουν σε μικροσκοπικούς γάντζους στον ουρανό. Περνούν συνήθως εκείνη την ώρα αιωρούμενες βάρκες με ψαράδες που τα θερίζουν κατευθείαν, τα ρίχνουν σε πελώριους υφασμάτινους σάκους και γεμάτοι φωτισμένα άστρα λάμπουν από μακριά, κι έτσι μπορείς να τις ξεχωρίσεις. Έχοντας στο πρώτο πλάνο τις μαύρες λάμπες, βλέπω τις αιωρούμενες βάρκες και μου μοιάζουν σαν πυγολαμπίδες. Πίσω μου, η βιομηχανική ζώνη και παραπέρα η χωματερή της φωτισμένης πόλης, και οι δυο λάμπουν στο σκοτάδι από τη μεγάλη ποσότητα φωτός πετάμενη στα σκουπίδια. Χιλιάδες άγρια καλωδιαίνια πτηνά πετούν ανάμεσα στους σωρούς αναζητώντας κανένα ψίχουλο φωτός μη σβήσουν. Άνθρωποι, με μεγάλα καρότσια ξεδιαλέγουν τους σωρούς, ψάχνοντας οτιδήποτε θα μπορούσε να θωρηθεί πολύτιμο. Καμιά φορά, κάποιος βρίσκει κανένα κομματάκι φωτός. Το παίρνει στα χέρια, και γρήγορα το καταπίνει με απληστία, πριν προλάβουν να τον δουν οι άλλοι. Για ένα δευτερόλεπτο λάμπει μόλις καταπίνει και συνεχίζει το ψάξιμο, ελπίζοντας ότι θα βρει κι αύριο ένα αντίστοιχο ψιχουλάκι να πορευτεί. Την αυγή παίρνει το μονοπάτι για το σπίτι, που δυστυχώς ποτέ δεν ανάβει η φωτεινή του στέγη. Ε πως, θα έπρεπε να μείνει ένα μήνα νηστικός! Όχι. Καλυτέρα σκοτάδι.
Το Σαλβάρι
11/1/2017
Κατέβασε τα μάτια και κοίταξε το σκούρο σαλβάρι που πάνω του ακουμπούσαν ήρεμα τα ταλαιπωρημένα της χεράκια. Με αυτό όλη της τη ζωή.
Το φορεί από τότε που θυμάται τον εαυτό της, μπαλωμένο ξανά και ξανά, έχει τριφτεί πια τόσο.. με αυτό έτρεχε ανέμελη στους αγρούς "τω καιρώ εκείνο", κατά την ελάχιστη διάρκεια της ανέμελης νεότητας. Μ' αυτό έκανε την ίδια διαδρομή στη σύντομη συνέχεια της ζωής της, βαριά εργαζομένη στο φούρνο της οικογενείας της, από τη νύχτα μέχρι την άλλη νύχτα. Τα χεράκια της μούδιαζαν απ' την παγωνιά και καίγονταν απ' το φούρνο, γινόντουσαν κουρέλια απ' τις πληγές, μα αυτή πεισματικά συνέχιζε, αλίμονο που θα τελείωναν οι δουλειές. Το σαλβάρι της φορούσε και σαν εγκατέλειψε το σπίτι και τη μικρή τους πόλη, λίγο αργότερα, παντρεμένη πια και με πέντε μωρά παιδιά. Σ' αυτό έκρυψε τις μετρημένες χρυσές λίρες, όταν ήρθε σ' αυτόν τον έρημο κι αφιλόξενο τόπο, για να τις μασουλήσουν οι γιατροί, αφού της είπαν ότι "εδώ δεν έχει αγίους, μαντζούνια και φυλακτά να κάνετε για να σώζετε τα παιδιά σας, πρέπει να πληρώνετε για ν' αγοράζετε φάρμακα" ... και παρ'ολ'αυτά ο Χάρος πρόλαβε και θέρισε τον άντρα κ το πρώτο της παιδί. Μα αυτή δεν είχε επιλογή άλλη. Έστησε και πάλι το νοικοκυριό της, ένα αχνό ομοίωμα της ζωντανής της μνήμης, ήξερε ποια είναι, κι από που ερχόταν, φύλαγε τα λιγοστά θυμητάρια της οικογένειάς της, και μεγάλωσε τα υπόλοιπα παιδιά της. Πάνω στο σαλβάρι ταχτάρισε και το πρώτο της εγγόνι. Τώρα πια, είχε έρθει η ώρα να το αποχωριστεί ... τα χεράκια της πάνω του είχαν σταματήσει να βασανίζονται, δεν κινούνταν πια για κανέναν. Έβλεπε για τελευταία φορά τη μικρή ταλαιπωρημένη κάμαρα, τα παιδιά και τα εγγόνια της που είχαν στριμωχτεί μέσα για να την αποχαιρετήσουν. Κι εκείνη πετούσε ... ελεύθερη για πάντα κι ολοκληρωτικά.
Βραΐλα
28/12/2016
*όλοι την καταθλιψούλα μας εν μέρει τη βαράμε.
Κι αφού πια δε μας έμεινε
καράβι για καράβι,
αυτό που θα πληρώναμε
να φτάσουμε Μπουρνόβα,
ανήμερα Χριστούγεννα,
μες τη συνήθεια θάβει,
αυτή η τυφλή μας κίνηση
να πιάσουμε τη νόβα.
Τίγκα κ φέτος το τραπέζι,
κότα, ψωμί και πετιμέζι,
φαΐ από της γης την άκρη,
χωρίς να χύσουμε ένα δάκρυ.
Τίγκα και φέτος γυαλί,
γνωστή περσονα ομιλεί,
για θαύματα και μαγικά,
που ο νους του ανθρώπου δε χωρά.
Για δες, εκεί οι πλανήτες,
ντυμένοι όλοι στην πένα,
ευχαριστούν που βρίσκονται
στην ψηφιακή αρένα.
Ποιοι είναι οι νικητές
και ποιοι οι ηττημένοι;
Άραγε οι πένητες
ή οι χορτασμένοι;
Κι εμείς, άδειοι φτωχοί κ σιωπηλοί,
χωρίς γλέντι, τραγούδι, προσμονή,
χωρίς ανήμερα, χωρίς παραμονή,
κοιτάμε αβοήθητοι, την ίδια εκπομπή.
Ποιος είναι ο καλύτερος;
Ανάβει η αγωνία.
Ο χοστ θα βγάλει γρήγορα
την ετυμηγορία.
Κι εμείς νυν και αεί θα τρέχουμε
στο στίβο αυτό αιωνία,
σαν άλογα αγωνιστικά
που αναζητούν εγκώμια.
Λίγος σου κάτσε ο σανός τόσους αιώνες τώρα;
Φάει τώρα εγκώμια μέχρι να αλλάξει η ώρα.
Και τα παράλια ξέχασες, και την παλιά Ελλάδα,
τη φέτα σου την μπέρδεψες με άσπρη σαπουνάδα.
Μια μέρα έτσι κι αλλιώς,
δε θα χει σημασία,
αν ήσουν ο καλύτερος,
και με μεγάλη αξία.
Καλά δεν πέρασες ποτέ,
μες την κατάθλιψη σου,
ούτε βραβείο σου έδωσαν,
για την υπό(επί)μονή σου.
μονός για πάντα θα γυρνάς,
ωσότου να πεθάνεις,
αφού δε νοιάστηκες ποτέ,
τι φταις σ' αυτά που κάνεις
Λιλαλίντ
22/12/2016
Λιλαλίιιιιντ φωνάζω. Κι εσύ γυρνάς. Το βλέμμα σου πρώτα στα παπούτσια σου και σε μένα πάλι. Λιλαλίιιιιιντ. Διώξε με να ησυχάσω. Μα όχι, κι εσύ ενδόμυχα δε θες να φύγω. Όσο και να γυρνάς το βλέμμα. Λιλαλιίιιντ!! Πιο δυνατά τώρα, όπως κάνουν οι δεκοχτούρες τα μεσημέρια.. μα τίποτα. Το βήμα σου στην άμμο άρχισε να ξεμακραίνει. Μέχρι που μειναν μόνο τα ίχνη από τα παπούτσια σου να σε θυμίζουν. Λιλαλίντ...απ' την κραυγή έμεινε πια ένας ελάχιστος ψίθυρος.. Χωρίς καμία ελπίδα ζωντανή. Τα φτωχά δέκα μου δάχτυλα σταμάτησαν να μετρούν τις ατέλειωτες ώρες. Έτσι κι αλλιώς, ποτέ δε θα εμφανιζόσουν ξανά. Ξεκλείδωσα σιγά τη μικρή καταπακτή στο μυαλό μου, έβγαλα προσεκτικά τη θύμηση σου να μη θρυμματιστεί, ύστερα έσκαψα με το πέλμα μου μια μικρή λακκούβα, και την έθαψα μαλακά στην άμμο. Έτσι σε ξεχασα. Δε θα μπορέσω ποτέ να ξαναβρώ εκείνο το σημείο στην αμμουδιά που είναι θαμμένο εκείνο το κομματάκι της σκέψης μου. Μπορεί να έχει αποσυντεθεί πια.
Μπορεί να το ανακάλυψαν και να το έφαγαν τα πουλιά. Ή μπορεί να το παρέσυρε κανένα δυνατό κύμα. Έτσι δεν υπήρξες ποτέ πια Λιλαλίντ.
Ταράτσες
25/11/2016
Της Αθήνας κοιτάζω τις ταράτσες. Τα άδεια δώματα, τα ορθογώνια τσιμεντένια μπαλκόνια, τα κουρελιασμένα ξέφτια από τις τέντες, που πετάν' στον αέρα σα μεγάλα σταχτιά πουλιά που απελπισμένα προσπαθούν να απελευθερωθούν, με τα ξεθωριασμένα πάλαι ποτέ ζωγραφισμένα λουλούδια πάνω τους από τον ήλιο.. όλα αυτά συγκροτούν στο ύψος εκείνο μια πόλη φάντασμα, που ζει στη δική της διάσταση ... όλες οι διαφορετικές αρχιτεκτονικές κάτω απ' την ίδια, μη αναστρέψιμη μοίρα. Αλλάζουν οι καιροί, οι άνθρωποι, τα μαγαζιά από κάτω τους κι οι ταράτσες ίδιες. Εκεί, χτυπιούνται ακατάπαυστα από όλες τις μανίες. Εγκαταλειμμένες από τους πάντες, αφημένες, γκρεμίζονται μέρα με τη μέρα.. χαλίκι το χαλίκι, κόκκος τον κόκκο. Σκουριάζουν οι σιδεριές απ' τα κάγκελα μ' αυτό το πορτοκαλοκόκκινο χρώμα της σκουριάς και τα δειλινά γίνονται στον ήλιο βυσσινιά. Μερικές φορές οι ταράτσες φιλοξενούν καμιά μπουγάδα με μακριά λευκά σεντόνια που χαϊδεύουν για λίγο τα ετοιμόρροπα κάγκελα, όπως θα έκανε απαλό νεανικό χέρι σε ένα χιλιορυτιδιασμένο μάγουλο ... όπως οι ταράτσες πολλοί άνθρωποι γερνούν, μένοντας στο ίδιο πάντα σημείο και γυρνώντας γύρω απ' τον εαυτό τους, ξυπνούν και κοιμούνται αμέριμνοι όσο αυτός αλλοιώνεται μέρα με τη μέρα και γίνεται ένας άγνωστος. Την τελευταία μέρα, ξυπνούν και κοιτούν μέσα στον καθρέφτη με έκπληξη κάποιον άλλον, που δεν έχει σχέση καμιά με το παιδί που είχαν συνηθίσει αλλοτινά να βλέπουν ενώ είναι πια αργά. Δυστυχώς οι ταράτσες είναι αδύνατο να αλλάξουν αυτή τη μοίρα, μένουν σταθερές, πάντα εκεί καρφωμένες στα βαθειά τους θεμέλια. Ούτε μπορούν να δώσουν μια, να κατέβουν στον Πειραιά και να πάρουν το πρώτο καράβι...
Το Τσόχινο Παλτό
6/10/2016
Ο καθένας μας είναι μια μικρή μικρούλα φωτεινή μπάλα.. Δυο, είκοσι, διακόσες, δυο χιλιάδες, φωτεινές μπάλες. Φούξια, βυσσινί, κίτρινες, κόκκινες, μωβ, άσπρες, μπλε φωτεινές μπάλες. Επιπλέουμε μέσα στο σκοτάδι και το κρύο σαν πυγολαμπίδες. Πόσες πυγολαμπίδες αρκούν για να φωτίσουν τη νύχτα; Άπειρες, και πάλι η νύχτα θα 'ναι νύχτα. Γι' αυτό μαζευόμαστε λίγοι λίγοι και φτιάχνουμε μικρές φωτεινές γωνιές. Και γι' αυτό, ιδίως τώρα που χειμωνιάζει, όποιος περπατήσει βράδυ στους στενούς σκοτεινούς δρόμους, αν έχει την τύχη να φοράει σκούρο τσόχινο παλτό με φαρδιά κουκούλα και μισοκλείσει τα μάτια, βλέπει μικρές πολύχρωμες εστίες. Οι μικρές φωτεινές μπαλίτσες πρέπει να 'ναι κοντά η μια στην άλλη, γιατί ο καθένας που έρχεται με ορμή για να ζεσταθεί κοντά τους μπορεί να σκορπίσει τη μικρή εστία, και τότε, ο Πανικός, η Απόγνωση και η Θλίψη εισβάλλουν και το μόνο που μένει είναι στάχτες και υπολείμματα τσόχας.. Ευτυχώς, κάτω από το σπίτι μου κάθε βράδυ συναντώ πολλές τέτοιες μικρές αδιάσπαστες ακόμα εστίες. Μου λείπει το τσόχινο παλτό!
ΑΗ Στράτης
18/8/2016
Σε μια ώρα έρχεται το καράβι. Θα αποχαιρετήσουμε τον Αη Στράτη, αυτό τον ξερό και δόλιο βράχο καταμεσής του β. Αιγαίου. Αυτό το παράξενο, καταραμένο - ή και όχι - νησί, γεμάτο θλιμμένα φαντάσματα παγιδευμένα εδώ αιώνια εξόριστα, που, όπως και όταν ήταν ζωντανοί, δεν τολμούν να πλησιάσουν το μικρό χωριό των 200 βλοσυρών κατοίκων. Ωστόσο, τον Αύγουστο, ο Αη Στράτης ζωντανεύει λίγο παραπάνω. Όσοι κατάγονται από δω γυρίζουν πίσω, τα παιδιά τους δίνουν ζωή στη μοναδική μικρή πλατεία με τα παιχνίδια τους, και το Δεκαπενταύγουστο χορεύουν ξανά τον Κεχαγιάδικο. Ελισάβετ Ζαχαριάδη, Αρη Σπηλιωτοπουλε, Μιχάλη Καταχανά, Αργύρη Νικολάου, Ηρωδίωνα Σουλόπουλε και του χρόνου!
Βαλσαμωμένο Ηλιοβασίλεμα
8/6/2016
Είδα τη φωτογραφία σου
Άρα και την επιθυμία σου
Να μείνεις εσαεί
Σε μια αιώνια στιγμή
Χωρίς μοναξιές κι έγνοιες
Χωρίς άγχος, ντόπα και τζαζ στυλ
Χωρίς ημερομηνίες και δίαιτες με κριλ
Χωρίς εφαρμοσμένες τέχνες για στενά μπλουτζίν
Φυλακισμένη στη φωτό
Με φόντο σου το Λιβυκό
Κοιτούν τα μαύρα σου μαλλιά το
Βαλσαμωμένο ηλιοβασίλεμα
Που σβήνει δίχως τελειωμό
Αιώνια δύση η εικόνα του προφίλ σου;
Τα Μικρά
11/4/2016
Τα μικρά πραγματάκια.Τα ψίχουλα του μπαγιάτικου ψωμιού.Τα απομεινάρια της γόμμας.Τα ξύσματα του μολυβιού που μένουν πάνω στην ξύστρα.Τα χαλίκια,οι πέτρες και τα μικροσκοπικά κοχύλια. Η σκονη που κάθεται στο πέρασμα του χρόνου.Τα θραύσματα απ'τα μπισκότα. Τα αστερια, που από μακριά φαίνονται τοσοδανά! Τα μικροσκοπικά βότσαλα που κολλάνε στην πλάτη.Τα κομματάκια καμένο ξύλο που μένουν όταν σβήνει η φωτιά μαζί με τις στάχτες. Τα μικροσκοπικά ξυλαρακια που βρίσκονται στα μονοπάτια στην εξοχή και σπάνε κάτω από τα πόδια των απρόσεχτων ανθρώπων "κρρρτς" , και ξαφνικά ο άνθρωπος που τα πάτησε γυρίζει δεξια -αριστερά το βλέμμα πλημμυρισμένος με το αρχέγονο συναίσθημα "προδόθηκα".Τα πέταλα των λουλουδιών,πεσμένα γύρω από το πολύχρωμο βάζο. Οι τρίχες, το δέρμα, οι πέτσες των δαχτύλων. Ολα αυτά τα μικρά, αυτα είναι που συμπληρώνουν την απόλυτη σχέση μας με την ύλη, η συνδεσή μας του μέσα με το έξω, τη γηινη υπόστασή μας και μας οριοθετούν σωστά μέσα στο χώρο και στο χρόνο.και που τελικά δείχνει ότι κι εμείς περπατάμε πάνω σε αυτό τον πλανήτη μέσα σε καποια πλαίσια στα μεγέθη, και στις διαστασεις.
Ζόφος
2/1/2016
Σπίτι
5/4/2015
Εδώ στην Κωλέττη, το Σάββατο πεθαίνει. Κάτω απ'το σπίτι μου ακούγεται ο ήχος από άδεια μπουκάλια της μπύρας που χτυπιούνται ανέμελα από μεθυσμένα πόδια που δεν τα χρειάζονται πλέον. Μπουλούκια έξαλλων ανθρώπων συνωστίζονται στα τελευταία μικροσκοπικά μπαρ που ακόμα μένουν ανοιχτά,ψάχνοντας τις τελευταίες στιγμές σαββατιάτικης ξεγνοιασιάς που θα τους δώσει η νύχτα που φεύγει. Άλλοι είναι στο δρόμο προς το κοντινότερο φαγάδικο της πλατείας για ένα μεγάλο σαντουιτς ή ένα σουβλακι που θα τους στείλει ζόμπι πια στο κρεβάτι. Και σε κανα δυο ώρες δε θα υπάρχει ψυχή. Όλα τα μαγαζιά πια θα έχουν κλείσει και ο Σαββατιάτικος πυρετός θα έχει πέσει. Εντωμεταξύ, η Άνοιξη αποφάσισε να επισκεφτεί και τη γειτονιά μας, μόνο που για να μην την αντιληφθεί κανείς, κρύβεται κάθε φορά πίσω από τοίχους και καμένους κάδους. Μόνο που σήμερα ξεχάστηκε και άφησε μερικά λουλούδια να ανθίσουν. Και μοσχομύρισε ο αέρας αιφνιδίως. Πάλι καλά, ελάχιστοι μόνο ξενυχτισμένοι το κατάλαβαν. Θα περιμένουμε πάλι μια βδομάδα και ο κύκλος θα συνεχίζεται... Σα να βρίσκεσαι σε ένα τεράστιο λουνα παρκ που την ημέρα μεταμορφώνεται σε βλοσυρό γραφείο. Προς το παρόν όμως εδώ στην Κωλέττη ξημερώνει απλώς Κυριακή. Ήσυχη και χωρίς ανταγωνιστικές προσδοκίες.